Κυριακή 10 Μαΐου 2015

Αναρχισμός και οργάνωση

"... Δε φαντάζονται ότι μια κοινωνία μπορεί να λειτουργήσει χωρίς αφέντες και υπηρέτες, χωρίς αρχηγούς και στρατιώτες  ΚΑΤΩ ΟΙ ΑΡΧΗΓΟΙ..."  J. De jacques



ΑΝΑΡΧΙΣΜΟΣ  ΚΑΙ  ΟΡΓΑΝΩΣΗ

Οι δημοσιεύσεις αυτές έχουν σαν στόχο ή την πρόθεση να ξανανοίξουν τη συζήτηση σχετικά με την οργάνωση, τον αυθορμητισμό και την συνείδηση. Πιστεύουμε ότι η παρούσα κατάσταση καθιστά επίκαιρη αυτήν τη συζήτηση  από την στιγμή που θέλουμε να βάλλουμε το λιθαράκι για την δημιουργία προοπτικά ενός  πλατιού ελευθεριακού επαναστατικού κινήματος ταυτόχρονα με την αργή αλλά σταθερή ανανέωση του αναρχικού χώρου.

Εκείνο που είναι ενδιαφέρον, στην προκειμένη περίπτωση, είναι ότι οι νέες καταστάσεις  που προβάλλουν στο προσκήνιο – παράλληλα με τα παλιά προβλήματα – στο μέτρο που γίνονται πια ολοφάνερες στα μάτια χιλιάδων προλετάριων της σημερινής εποχής ορισμένες καταστάσεις, λογουχάρη, ο αποκλεισμός των εφικτών λύσεων μέσα στη αστική καπιταλιστική κοινωνία, η πλήρης αποτυχία του σοβιετικού «κομμουνισμού»  από την άποψη των δεδηλωμένων του στόχων, η συμπαιγνία ανάμεσα στη σοσιαλδημοκρατία, τον “προωθημένο φιλελευθερισμό” και μια ορισμένη λανθάνουσα φασιστικοποίηση ρατσιστικοποίηση της κοινωνίας, αναγκάζουν ένα ποσοστό του προλεταριάτου των πόλεων (ιδιαίτερα των νέων) και ορισμένα στρώματα των μισθωτών να αντιμετωπίσουν συνολικά το σύστημα (τηρουμένων των αναλογιών), όπως έκανε και το βιομηχανικό προλεταριάτο των πόλεων στο τέλος του δέκατου ένατου αιώνα. 

Αν σήμερα  σπρώχνονται  εκατοντάδες χιλιάδες καταπιεσμένοι και εκμε- ταλλευόμενοι άνθρωποι στο να διεκδικούν αυτό που ήδη υπάρχει και στον κρετινισμό του κοινοβουλευτισμού, αύριο θα καταλάβουν ότι αυτό το σύστημα δεν επιδέχεται βελτίωση προς το ανθρωπινότερο ούτε καν μεταρρύθμιση, γιατί η αξιακή του αναγωγή βασίζεται στο “ παν μέτρο είναι το χρήμα και το κέρδος”. Με αυτήν ακριβώς την έννοια, ανακαλύπτουμε πάλι ορισμένες κριτικές και δράσεις ενάντια στο συνδικαλιστικό οικονομισμό (τραίηντ-γιούνιονς) και κορπορατιβισμό,  κριτικές ενάντια στις δομές κυριαρχίας, στην οικογένεια και την καθημερινή ζωή. 

Επιπλέον, ορισμένες μορφές αγώνα που κατατείνουν να αυτονομηθούν και να αυτοοργανωθούν έξω από το κατεστημένο συστημικό συνδικαλιστικό πλαίσιο,  όπως και αρκετοί κοινωνικοί αγώνες έξω από την πολιτική διαμεσολάβηση, αλλά και  το σαμποτάζ και ορισμένες μορφές άμυνας, περισσότερο ή λιγότερο παράνομες, ξαναβγαίνουν στην επιφάνεια. Οπωσδήποτε, η αντίθεση ανάμεσα στην τάση για οργάνωση και τη μη οργάνωση, ανάμεσα στον αυθορμητισμό, την αυτοθέσμιση και τη θεσμοποίηση, ανάμεσα στο συγκεντρω- τισμό και την ετερονομία  την αποκέντρωση και την αυτονομία, είναι εγγενής στο καπιταλιστικό σύστημα, στην ταξική κοινωνία, όπως και η μόνιμη αντίθεση ανάμεσα στο ρεφορμισμό και την επανάσταση. 

Είναι αλήθεια αυτό που γράφει ο Μάτικ: “ Όσο θα διαιωνίζονται η ταξική κοινωνία και οι προσπάθειες για την καταστροφή της, θα υπάρχει αντίθεση ανάμεσα στην οργάνωση και τον αυθορμητισμό’’. Θέλουμε να καταδείξουμε τα διάφορα επίπεδα με βάση τα οποία μπορούμε να προσεγγίσουμε το θέμα της οργάνωσης. Γιατί αλλά ζητήματα θέτει κατά την γνώμη μας η οργάνωση και ο αυθορμητισμός των μαζών ειδικά κατά την εξεγερτική ή επαναστατική διαδικασία, άλλα η ειδική οργάνωση των επαναστατών και εντελώς άλλα πάλι, η εφικτή οργάνωση μιας κοινωνίας χωρίς κυριαρχία και εκμετάλλευση.

Με αυτό δεν θέλουμε να πούμε ότι βρισκόμαστε σε επαναστατική περίοδο, αλλά δεν είναι κακό να λαμβάνουμε υπόψη μας μερικούς παράγοντες.Όπως έχει δείξει η κοινωνική ιστορία (την οποία πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη, αν δεν θέλουμε να μας κλείνει πονηρά το μάτι), είναι ότι στα πλαίσια μιας επανάστασης, η σχέση μεταξύ προγράμματος και πράξης (εξέγερση) παίρνει δραματική οξύτητα.

Εκεί συναντώνται:

α. Η παλιά κοινωνία, μια κοινωνία που πεθαίνει αλλά ανθίσταται.

β. Ο αυθορμητισμός των μαζών που επιζητά την οργάνωση μιας νέας κοινωνίας.

γ. Οι επαναστάτες, αυτοί που έχουν μελετήσει και επεξεργαστεί ένα πρόγραμμα μέσα στα σκοτάδια των διώξεων, μέσα από τις ρωγμές του παλιού κόσμου. Είναι φανερό ότι από αυτήν την άποψη, δύο είναι τα σημαντικά προβλήματα που εμφανίζονται συνεχώς  κατά την κοινωνική επαναστατική διαδικασία :

1. Το ένα αναφέρεται στη δυνατότητα ύπαρξης μιας κοινωνίας χωρίς καταναγκασμούς, μιας κοινωνικής οργάνωσης, μιας αυτοθέσμισης της κοινωνικής ζωής που θα βασίζεται στην αυτονομία των ατόμων και των κοινοτήτων. Εν προκειμένω μιας αντιεξουσιαστικής  οργάνωσης της κοινωνίας ως ένα όλον.

2. Το άλλο αναφέρεται στη σχέση που πρέπει να εδραιωθεί στο εσωτερικό της υπάρχουσας κοινωνίας, μιας ταξικής, ιεραρχικής και γραφειοκρατικής κοινωνίας, ανάμεσα στην πλειοψηφία των εκμεταλλευομένων που “πρέπει” να κάνουν την επανάσταση  και τη μειοψηφία των επαναστατών  που ‘’θέλουν’’ να την κάνουν.  Ανάμεσα σ΄ αυτά τα προβλήματα που περιγράψαμε σχηματικά, εμφανίζονται και τα προβλήματα που αναφέρονται στη συνείδηση   της κατάστασης και στο πρόγραμμα για την αλλαγή.
    

  Ως προς το πρώτο, είναι πια γνωστό ότι οι αναρχικοί επιμένουν πως υπάρχει η δυνατότητα μιας κοινωνικής οργάνωσης χωρίς κυριαρχία και ιεραρχία η οποία θα βασίζεται στις ελεύθερες συμφωνίες μεταξύ των ανθρώπων και στην κοινωνική αλληλεγγύη. Η οργάνωση της ελευθεριακής κοινωνίας είναι ο βασικός πυρήνας της αναρχικής θεωρίας, όπως και η ιδέα ότι αυτή η δυνατότητα υπάρχει εδώ και τώρα, στο παρόν της καθημερινής ζωής και όχι σε ένα υποθετικό μέλλον όπου, χάρη στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού, θα καταλήξουμε στην εξαφάνιση των τάξεων και στο μαρασμό του κράτους.

Πράγμα που σημαίνει – και αυτό αναφέρεται στο δεύτερο πρόβλημα που τέθηκε προηγουμένως -  ότι στο εσωτερικό  της πάλης των τάξεων (με τη σημερινή ευρύτερη έννοια), έτσι όπως εκδηλώνεται μέσα στο  σημερινό καπιταλιστικό σύστημα και σε συνάρτηση με ένα αντιεξουσιαστικό επαναστατικό πρόγραμμα, η θεωρητική και πρακτική κριτική των σχέσεων εξουσίας (κυριαρχίας) θα πρέπει να γίνεται τόσο με βάση τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την εφικτή οργάνωση των αναρχικών, όσο και με βάση τις σχέσεις ανάμεσα στην πλειοψηφία και την μειοψηφία στο εσωτερικό των διαφόρων κοινωνικών ομάδων που αγωνίζονται ενάντια στο σύστημα.
  
“Πρέπει να απαλλαγούμε από το  ρομαντισμό. Θέλω να πω: να δούμε τις μάζες  σε προοπτική. Δεν υπάρχει ο ομοιογενής λαός αλλά το πλήθος των ανθρώπων που διαφέρουν μεταξύ τους, που είναι χωρισμένοι σε κατηγορίες. Δεν υπάρχει η επαναστατική θέληση των μαζών αλλά επαναστατικές στιγμές κατά τις οποίες οι μάζες λειτουργούν ως κινητήριος μοχλός’’, γράφει πολύ σωστά από το 1925 κιόλας ο Καμίλο Μπερνέρι. 

Πώς να οργανωθούμε – ή να μην οργανωθούμε – λοιπόν; Να περιμένουμε πότε θα φτάσει η επαναστατική στιγμή; Να θεωρήσουμε ως συνώνυμα τον αυθορμητισμό της μάζας και την αυτονομία της; Είναι σαφές ότι για τους αναρχικούς η συνείδηση δεν είναι “εξωγενής” ως προς την τάξη. Δεν υπάρχει καμιά πρωτοποριακή ομάδα που πρέπει να διαφωτίσει και να καθοδηγήσει το προλεταριάτο. Ωστόσο, η συνείδηση αυτή δεν είναι ούτε “ενδογενής”

Είναι αποτέλεσμα της επαναστατικής διαδικασίας. Είναι η επεξεργασία του προγράμματος από μέρους των διαφορετικών  επαναστατικών ομάδων οι οποίες, σε συνάρτηση με την επιμέρους συνείδηση που έχουν για τη διαδικασία, αγωνίζονται με διαφορετικούς τρόπους μέσα στα πλαίσια της ταξικής κοινωνίας. Αυτή η επιμέρους συνείδηση εκφράζεται με τις ιδέες, τις ιδεολογίες, τις θεωρητικές αντιλήψεις. Χάρη σε αυτές συναντώνται, έρχονται σε επαφή, οργανώνονται οι επαναστάτες και όχι μόνο σε σχέση με την ταξική τους θέση. Αλλά, όπως επεσήμανε ο Μπακούνιν, “οι ιδέες μπορούν να επιδράσουν μόνο πάνω στα άτομα. Οι μάζες παραμένουν αδιάφορες ή εχθρικές εφόσον οι ιδέες τους δεν συναντώνται και δεν συνδέονται με τα ίδια τους τα ένστικτα, με τη μοιραία κίνηση που τους επιβάλλεται από την οικονομική τους κατάσταση”.

Ειδικότερα στις μέρες μας που ο αστισμός αναπαράγεται κάθε δευτερόλεπτο από τα μαζικά μέσα αποβλάκωσης, και η εδραίωση του συστήματος της διαμεσολαβημένης κοινωνικής ζωής φαντάζει ακλόνητη μπορεί να αισθανόμαστε ασφυκτικά περικυκλωμένοι από αυτή την κατάσταση, όμως δεν χρειάζεται να περάσουμε σε άλογες πρακτικές. Αυτό που χρειάζεται είναι η ανασυγκρότηση των επαναστατικών εννοιών ενάντια στην ασυναρτησία, ιδιαίτερα τώρα που οι ελίτ παρουσιάζουν με ένα  κυνικό τρόπο την κρίση του συστήματος ως “δημιουργικό καταστροφισμό”.

Η διαστρέβλωση των εννοιών και του λόγου είναι  μια πολύ παλιά τακτική των διανοούμενων απολογητών των κυρίαρχων τάξεων για να θολώνουν τα νερά και να προκαλούν σύγχυση στους κυριαρχούμενους. Ο Ράουτερ παρατηρούσε από την δεκαετία του 60 κιόλας στο "Η Κατασκευή Υπηκόων" ότι: "όσο ασαφέστερα εκφράζεται κανείς, τόσο περισσότερο μένει κρυμμένο το ψέμα που υπάρχει στον λόγο του...".

Αλλά δεν είναι μόνο το ψέμα που προκύπτει από την αποσύνθεση των εννοιών που προάγουν αναπαράγουν οι απολογητές (θεραπαινίδες) του συστήματος, είναι ο πόλεμος για τη διατήρηση του στάτους της κυριαρχίας, εδώ πολύ σωστά παρατηρεί ο Τόμας Σαζ στο «Ο Πόλεμος των Ορισμών» ότι: 
«… Ο πόλεμος για τον έλεγχο του κόσμου είναι πόλεμος ορισμών… Ο αγώνας καθορισμού και ελέγχου των νοημάτων είναι αγώνας για επιβίωση… αυτός που πρώτος θα ορίσει το νόημα μιας κατάστασης, επιβάλλει στον άλλον την δική του πραγματικότητα και τον ορίζει, είναι ο νικητής... έτσι κυριαρχεί κι επιβιώνει. Εκείνος που ετεροκαθορίζεται, υποτάσσεται και ίσως ακόμα και εξοντώνεται...»

 Σίγουρα το ζήτημα της οργάνωσης δεν είναι εννοιολογικό, από την άλλη θα επαναλάβουμε με  έναν κουραστικό τρόπο ότι η οργάνωση δεν λύνει όλα τα προβλήματα. Είμαστε της άποψης ότι καλύτερα μη οργανωμένοι παρά άσχημα οργανωμένοι. Όμως μπορούμε να ξεκινήσουμε τουλάχιστον σε ένα πρώτο επίπεδο να οργανώνουμε με σαφήνεια και συνοχή το ποιοι είμαστε και τι θέλουμε.  Γνωρίζουμε  ότι για να περάσουμε σε μια σοβαρή διαδικασία αμφισβήτησης και ανατροπής των αφεντικών και να γκρεμίσουμε την οργάνωση τους το κράτος,  πρώτα από όλα χρειάζεται οι ανατροπείς να έχουνε μεταξύ τους κοινότητα απόψεων, ιδεών και πεποιθήσεων. Από αυτή την κοινότητα εκπορεύονται οι κοινές θελήσεις.


Η ΕΙΔΙΚΗ ΑΝΑΡΧΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ *                          


Απ΄ την πρώτη στιγμή, η οργάνωση αποτελούσε πρόβλημα, γράφει ο Μετρόν στην ιστορία του για το γαλλικό αναρχικό κίνημα. Και είναι αλήθεια ότι, σχεδόν παντού, το θέμα της μορφής και του περιεχομένου της οργάνωσης δίχασε το διεθνές αναρχικό κίνημα. Αν και το πρόβλημα αυτό εμφανίστηκε στη Γαλλία με πολύ μεγαλύτερη οξύτητα απ΄ ότι σε άλλες περιοχές όπου το εργατικό κίνημα ήταν πιο στενά συνδεδεμένο με τον αναρχισμό, όπως λογουχάρη στην Ισπανία, στην Αργεντινή ή την Ιταλία. Γενικά, απ΄ τις απαρχές του κινήματος και την εποχή μετά τη διάσπαση της 1ης Διεθνούς, εμφανίστηκαν δυο τάσεις σχετικά με την οργάνωση – τάσεις που συνεχίζουν να υπάρχουν ακόμη και σήμερα.

Ως προς την ακραία τους μορφή, οι δυο αυτές τάσεις μπορούν να περιγραφούν ως εξής: για τη μια, ο αναρχισμός είναι σαφώς μη οργανώσιμος, δηλαδή, η οργάνωση των αναρχικών ως αναρχικών δεν μπορεί να προχωρήσει πιο πέρα απ΄ την ομάδα συγγένειας ή τη λίγο πολύ εφήμερη σύνδεση για πολύ συγκεκριμένες περιστάσεις (για την υπεράσπιση των φυλακισμένων, λογουχάρη). Για την άλλη, οι αναρχικοί πρέπει να οργανώνονται σε μιαν ομοσπονδία εθνικών ή περιφερειακών και διεθνών ομάδων ώστε να αντιπαραθέτουν συνεχώς μια συνεκτική δύναμη απέναντι στο κράτος και τις άλλες οργανώσεις που είναι έτοιμες να καταλάβουν την εξουσία και να αποκλείσουν κάθε άλλη εναλλακτική λύση που μπορεί να παρουσιαστεί.
     
Αυτή η πρώτη τοποθέτηση ενδέχεται να απορρέει από μια πολύ ‘’οργανωτική’’ αντίληψη για τις μάζες των εργαζομένων και έτσι δεν απαιτεί καμιά ειδική οργανωτική συσπείρωση (στο βαθμό που το εργατικό κίνημα θεωρείται ότι είναι επαναστατικό  ή αναρχικό) και τελικά καταλήγει σε μια κριτική της οργάνωσης που εκτείνεται σε όλους τους τομείς (ειδική ομάδα, συνδικάτο, κτλ.). Η δεύτερη συμπίπτει γενικά με μια οργανωτική τάση σε συνδικαλιστικό επίπεδο αλλά μπορεί να διατυπωθεί ακόμη κι απ΄ τους ατομικιστές. Πράγμα που σημαίνει ότι η κλασική διαίρεση των αναρχικών σε ατομικιστές, αναρχοκομμουνιστές και συνδικαλιστές δε χρησιμεύει απαραίτητα για τη διαφοροποίηση των υποστηρικτών της οργάνωσης – ούτε στον εργατικό χώρο ούτε ειδικά.
  
Οι συζητήσεις αυτές που έχουν σήμερα ιστορία ενός αιώνα, δεν μπορούν να θεωρηθούν αφηρημένα ως συζητήσεις ‘’αρχής’’ σχετικά με την οργάνωση αλλά είναι φανερό ότι έχουν άμεση σχέση με το επίπεδο που κατακτά η πάλη των τάξεων σε κάθε συγκεκριμένη περιοχή, όπως και με την επαναστατική στιγμή και τη διαδικασία ενσωμάτωσης των εν δυνάμει επαναστατικών τάξεων στο σύστημα. Είναι φανερό ότι η ύπαρξη ενός μαζικού και δραστήριου επαναστατικού εργατικού κινήματος άλλοτε μετέθετε συστηματικά το πρόβλημα της οργάνωσης σε ένα άλλο επίπεδο (η περίπτωση της CNT – FAI) και άλλοτε το ελαχιστοποιούσε περίπτωση (FOR A) . (1)
     
Όταν οι αστοί ιστορικοί και ιδεολόγοι ασχολούνται με τον αναρχισμό, διαβλέπουν σ΄ αυτήν τη διαρκή συζήτηση, στις αλλαγές του, στη δημιουργία και τη διάλυση των αναρχικών οργανώσεων, μια απόδειξη για το ανέφικτο και το παράλογο του αναρχισμού που, παρά τη θεωρητική του συνοχή, έρχεται σε άμεση αντίθεση με την πραγματικότητα.  Με άλλα λόγια, παίρνουν την ευθύνη για την ‘’ιστορική πραγματικότητα’’, για την ορθολογικότητα του εδραιωμένου λόγου και μας λένε : υπάρχει μια αντίθεση ανάμεσα στη θεωρία και τις αναγκαιότητες της πραγματικότητας.
     
Ας δούμε, όμως, το πρόβλημα της οργάνωσης πρώτα γενικά και μετά ειδικά, εδώ και τώρα. Πρώτα απ΄ όλα αν αυτό που επιδιώκουμε είναι η κατάργηση της εκμετάλλευσης, της κυριαρχίας ανθρώπου από άνθρωπο, άρα η κατάργηση της ιδιοκτησίας, της μισθωτής εργασίας και του κράτους (ως προς αυτό, θεωρητικά τουλάχιστον, όλη η κλασική αριστερά συμφωνεί ότι είναι ο τελικός στόχος), τότε η οργάνωση αποτελεί πρόβλημα στο βαθμό που ξαναβρίσκουμε σαφέστατα σ΄ αυτήν τα φαινόμενα του διευθυντισμού, του ηγετισμού, της διευθύνουσας ελίτ, της γραφειοκρατίας. Πράγμα που συνεπάγεται ότι η οργάνωση δεν αποτελεί πρόβλημα για τους αναρχικούς : απλά οι αναρχικοί είναι ευαίσθητοι, λόγω των ιδεών τους και του επαναστατικού τους προγράμματος, απέναντι στα εξουσιαστικά φαινόμενα που αποκαλύπτει η οργάνωση.


1. Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ

 Ταυτόχρονα, όμως, η οργάνωση ως θεσμοποιημένη και συγκεκριμένη μορφή κοινωνικών σχέσεων είναι μια θετική και δημιουργική απάντηση στις ανάγκες σύνδεσης της ανθρώπινης ζωής. Δεν πρόκειται εδώ να επιχειρηματολογήσουμε για τις αρετές της οργάνωσης. Θεωρώ ολοφάνερο ότι η δύναμη των ισχυρών θεμελιώνεται πάνω στην απομόνωση και την αποδιοργάνωση των αδυνάτων. Η δυσκολία δε βρίσκεται στην οργάνωση αλλά στην κυριαρχία, στην εξουσία και τους διαχωρισμούς στους οποίους στηρίζεται : άντρας – γυναίκα, διευθύνων – διευθυνόμενος, χειρωνακτική εργασία – πνευματική εργασία, κτλ.
  
Κατά τη γνώμη μας, η εξουσία όχι μόνο δεν είναι αναγκαία για την κοινωνική οργάνωση αλλά , αντί να την ωφελεί, ζει σε βάρος της παρασιτικά και χρησιμοποιεί τα πλεονεκτήματά της για να ωφελήσει μια συγκεκριμένη τάξη που καταπιέζει και εκμεταλλεύεται τις άλλες… Αυτό πιστεύουμε και γι΄ αυτό είμαστε αναρχικοί, γιατί αν πιστεύαμε ότι δεν μπορεί να υπάρξει οργάνωση χωρίς εξουσία θα ήμαστε εξουσιαστές, γιατί τότε θα προτιμούσαμε την εξουσία, που υποδουλώνει και εξαθλιώνει τη ζωή, από την αποδιοργάνωση που την καθιστά ανέφικτη.’’ (2)
  
Επιπλέον, η αυτονομία του ατόμου, η ελευθερία του, είναι προϊόν της συνένωσης, της από κοινού ζωής, της κοινωνίας. Η αντίθεση άτομο – κοινωνία είναι αφηρημένη και δεν έχει νόημα στο βαθμό που το ένα όσο και η άλλη αναπαράγονται αμοιβαία και η ελευθερία είναι κοινωνικό προϊόν. Όπως πολύ σωστά λέει ο Μπακούνιν : η κοινωνική ζωή, οι σχέσεις με τους άλλους, η συλλογική εργασία, είναι μια στιγμή της ελευθερίας του ατόμου. (3)
  
Όσοι έχουν την ίδια συνείδηση για την κοινωνική τους κατάσταση και ένα πρόγραμμα για τον καινούργιο κόσμο είναι λογικό και επιθυμητό να ενώνονται, να συντονίζονται για την προπαγάνδα και τη δράση τους και να αναπτύσσουν από κοινού την στρατηγική τους. Μια στρατηγική που θα διαμορφώνεται χάρη στις αμοιβαίες σχέσεις, που δεν θα επιβάλλεται ούτε θα τίθεται a priori από μια θεωρία ολοκληρωμένη και καθορισμένη ως πρόγραμμα το οποίο θα πρέπει να ακολουθηθεί, αλλά θα είναι προϊόν ανθρώπινων σχέσεων και ελεύθερα αποδεκτών και άμεσα τροποποιήσιμων υποχρεώσεων.
 
 Η εισήγηση των επαναστατικών κομμουνιστικών και αναρχικών ομάδων του Παρισιού, το    1900 (4) , αναφέρει – και συμφωνώ απόλυτα, εφόσον η μορφή  που υιοθετείται ανταποκρίνεται στις ανάγκες της εκάστοτε εποχής  : ‘’ Αυτό που θέλουμε είναι κάτι που θα μας επιτρέπει να ερχόμαστε σε επαφή μεταξύ μας – οι διάφορες συνοικίες μιας μεγάλης πόλης όπως το Παρίσι, οι διαφορετικές κοινότητες μιας χώρας – κάθε φορά που θα έχουμε αυτή την ανάγκη. Λίγο μας ενδιαφέρει αν κάτι τέτοιο θα ονομάζεται ‘’συμφωνία’’, ‘’συμμαχία’’, ‘’ένωση’’, ‘’ομοσπονδία’’ ή ‘’γραφείο αλληλογραφίας’’. Από την ίδια μας την πείρα, όμως, ξέρουμε ότι μόλις δημιουργηθεί οποιοδήποτε είδος ‘’οργάνωσης’’ – και από διαφορετικές πηγές ανάλογα με την αυστηρότητα ή τη χαλαρότητα της σύνδεσης – παρουσιάζονται τα φαινόμενα του ηγετισμού και της γραφειοκρατίας.
 
 Θα μπορούσε, λοιπόν, να θεωρηθεί ότι η ανάλυση που κάνει ο Michels λαμβάνει υπόψη μια ιστορική αναγκαιότητα. Και δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από το νόμο, το σιδερένιο νόμο της ολιγαρχίας. Ο Michels γράφει : ‘’ Η δημιουργία ολιγαρχιών μέσα στα πλαίσια πολλών μορφών δημοκρατίας είναι οργανικό φαινόμενο και κατά συνέπεια μια τάση στην οποία μοιραία υποκύπτει κάθε οργάνωση, είτε είναι σοσιαλιστική είτε αναρχική’’. (5)  Και που βρίσκεται η αιτία; Στην ίδια την οργάνωση. ‘’Η οργάνωση είναι η πηγή από την οποία γεννιέται η κυριαρχία των εκλεγμένων πάνω στους εκλογείς, των εντολοδόχων πάνω στους εντολοδότες, των αντιπροσώπων πάνω στους εκλογείς τους. Όποιος μιλάει για οργάνωση, μιλάει για ολιγαρχία’’.     

Αυτό το φαινόμενο της ολιγαρχίας που, στο επίπεδο της οργάνωσης, εμφανίζεται σαν ολιγαρχία ή γραφειοκρατία παρουσιάζεται σε αυτό το βιβλίο – κλασικό στο είδος του και αρκετά ενδιαφέρον – σαν στοιχείο οργανικό, δομικό, απαραίτητο για κάθε οργάνωση. Και κάτι τέτοιο σημαίνει: χωρίς αρχηγούς δεν υπάρχει οργάνωση, χωρίς εξουσία δεν υπάρχει κοινωνία. Και αυτό ακριβώς αρνείται ο αναρχισμός. Για τους αναρχικούς, οι σχέσεις κυριαρχίας είναι ενδεχόμενες αλλά όχι απαραίτητες. Αποτελούν στοιχείο ενός συγκεκριμένου είδους καταπιεστικής κοινωνίας και εμφανίζονται στην οργάνωση γιατί η οργάνωση ανήκει σ΄ αυτήν την κοινωνία.
 
 Για να αποφύγουν αυτό το τόσο εμφανές – ή τόσο αισθητό – στην οργάνωση στοιχείο καταναγκασμού, οι ατομικιστές, ή ορισμένοι ατομικιστές, καταφεύγουν στη φιλοσοφία του εγώ (Στίρνερ). Το κείμενο του  Αρμά (6)  είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα : ‘’Αν είσαι ατομικιστής, κάθε ένωση δεν μπορεί να είναι για σένα παρά η τελευταία λύση ελλείψει καλύτερης, αφού όταν συνενώνεσαι χάνεις έστω και λίγο από την ανεξαρτησία σου. Η τελευταία λύση, για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, με συγκεκριμένα άτομα, για ένα συγκεκριμένο έργο, χωρίς την οποία το έργο που σε ενδιαφέρει δε θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί’’. Όχι μόνο οι ατομικιστές, αλλά και οι αναρχοκομμουνιστές παλιότερα – γεγονός που επαναλαμβάνεται σήμερα με τα άπορα ορφανά του Μάη – από φόβο για την οργάνωση κατέφευγαν στην ‘’ομάδα συγγένειας’’.

2. Η ΟΜΑΔΑ ΣΥΓΓΕΝΕΙΑΣ

Οπωσδήποτε, η ομάδα συγγένειας δεν αποτελεί εναλλακτική λύση ενάντια στους κινδύνους της οργάνωσης. Η κυριαρχία, που διώχνεται απ΄ την πόρτα, ξαναμπαίνει απ΄ το παράθυρο. Οι ομάδες συγγένειας υπήρχαν πάντα στο αναρχικό κίνημα. Μερικές φορές, η ύπαρξή τους ερμηνεύτηκε σαν ένα είδος αμυντικής αντίδρασης ενάντια στις διώξεις που υπέστη το εργατικό κίνημα, λογουχάρη μετά την Κομμούνα, γεγονός που ανάγκασε τους συντρόφους να αναδιοργανωθούν σε κατάσταση ημιπαρανομίας. 

Σε άλλες περιπτώσεις πάλι, μπορούμε να τις δούμε, όπως είπαμε πριν, σαν μια αντίδραση ενάντια στην ‘’πολιτική’’ δραστηριότητα των κομματικών οργανώσεων που αναπόφευκτα προσανατολίζονται στον αγώνα για την κατάληψη της εξουσίας και τις ίντριγκες. Επιπλέον είναι γεγονός ότι ορισμένες δραστηριότητες προπαγάνδας και ιδεολογικής επεξεργασίας διευκολύνονται χάρη στην ύπαρξη της μικρής ομάδας συγγένειας· ταυτόχρονα, έχουμε το πολύ θετικό γεγονός της από κοινού δραστηριότητας των ατόμων, που συσπειρώνονται τόσο λόγω ενός κοινού επαναστατικού προγράμματος όσο και λόγω ιδιοσυγκρασίας ή συναισθηματισμού.
    
 Με τα σημερινά δεδομένα, θεωρούμε ότι ο πολλαπλασιασμός αυτών των ομάδων καθώς και των άλλων ομαδικών σχηματισμών, με μεγαλύτερη ή μικρότερη συνέπεια, που βασίζονται όμως στις καθημερινές δραστηριότητες της συνοικίας, του εργοστασίου ή αφορούν την επικοινωνία μεταξύ των ομάδων και των περιοχών, αποτελεί λίγο πολύ ιδανική κατάσταση – αρκεί να υπάρχει ταυτόχρονα ένα κίνημα με επαναστατικό περιεχόμενο τόσο στις τάξεις του προλεταριάτου με την καθεαυτή έννοια του όρου όσο και στα άλλα στρώματα του πληθυσμού. Ο Ζαν Γκραβ έλεγε : ‘’Δεν πιστεύουμε (…) στις ενώσεις, τις ομοσπονδίες, κτλ., σαν κάτι το μακροπρόθεσμο. Για μας η ομάδα πρέπει να δημιουργείται στην πολύ συγκεκριμένη βάση κάποιας χρονικά άμεσης πράξης· όταν πραγματοποιηθεί αυτή η πράξη, η ομάδα αναδιοργανώνεται σε νέες βάσεις, είτε με τα ίδια είτε με νέα μέλη’’.
 
 Ωστόσο, το θεμελιακό από την άποψη της οργάνωσης είναι ότι το πρόβλημα της κυριαρχίας παραμένει άλυτο. Αυτή καθαυτή η δομή της ομάδας συγγένειας, όπως και κάθε πρωτογενούς ομάδας – οικογενειακής ή ιδεολογικής – αναπτύσσει προσωπικούς δεσμούς έντονα φορτισμένους συναισθηματικά – στους οποίους ο έρωτας και το μίσος παίζουν το συνηθισμένο τους κρυφτό – όπου το φαντασιακό περιεχόμενο (ασυνείδητο, απωθημένο) δομείται πάνω στην πατριαρχική κοινωνία.
  
Ο αγώνας για την εξουσία στα πλαίσια της ομάδας είναι κάπως αφανής και συνήθως ασυνείδητος. Ο ηγετισμός φαίνεται ότι κεντροθετείται στα προς εκτέλεση καθήκοντα και όλοι οι ανταγωνισμοί έχουν την τάση να παίρνουν ιδεολογική μορφή. Η βιαιότητα, όμως, των συγκρούσεων που ξεσπούν και η συχνότητα που χαρακτηρίζει τη διάλυση αυτών των ομάδων δείχνουν ότι βασίζονται αποκλειστικά σε συναισθηματική βάση.
     
Η σχέση άντρας – γυναίκα και η σχέση γονείς – παιδιά, η σεξουαλικότητα και η βιολογική συγγένεια, επιβάλλουν τον αποκλεισμό της γυναίκας και των παιδιών και έτσι παραχωρούν την εξουσία στον πατέρα. Η δομή αυτή δεν είναι αποκλειστικό γνώρισμα της ‘’οικογένειας’’, είναι επίσης η βασική δομή της εξουσίας, της κυριαρχίας, στο επίπεδο του ατομικού ασυνείδητου. Εδραιώνεται συνεχώς μέσα στην κοινωνία και πάνω σε αυτήν ακριβώς τη βάση συγκροτείται το ατομικό ασυνείδητο. Βρίσκουμε στον εξωτερικό κόσμο αυτό που έχουμε μέσα μας. Και το έχουμε μέσα μας γιατί η κοινωνία δομείται ως κοινωνία εδραιώνοντας ως αναγκαία μιαν ενδεχόμενη σχέση : την απαγόρευση της αιμομιξίας, το νόμο, την πατρική εικόνα. 

Αυτές οι ερμηνείες δεν  αναιρούν τις κοινωνιολογικές, οικονομικές και ιστορικές αιτίες της λειτουργίας της εξουσίας και της γραφειοκρατίας αλλά προσπαθούν να κάνουν τη σύνδεση ή τη συνάρθρωση ανάμεσα στο ασυνείδητο επίπεδο και την ‘’πραγματικότητα’’  έτσι όπως μας παρουσιάζεται και η οποία δεν είναι παρά καθαρά κοινωνικό οικοδόμημα. Ο σιδερένιος νόμος της ολιγαρχίας και ο πατρικός νόμος σε κάθε ατομικό πεπρωμένο και στην ιστορία κάθε οργάνωσης αναδομούνται αμοιβαία. Η ομάδα συγγένειας μας δείχνει ξεκάθαρα τη συναισθηματική μήτρα της εξουσίας.

 Οι δυσκολίες κάθε μικρής ομάδας – ακόμη και αναρχικής! – όπου οι αποφάσεις λαμβάνονται ομόφωνα (δεν υπάρχει πλειοψηφία και μειοψηφία), όπου τα άτομα αγωνίζονται ενάντια στον καταμερισμό της εργασίας και όπου η ανάθεση των υπευθυνοτήτων καθορίζεται από την εκ περιτροπής ανάληψη καθηκόντων – όπως στη δική μας ομάδα λογουχάρη – περιλαμβάνουν επίσης κάποια πλευρά του αγώνα για την εξουσία αν τις αναλύσουμε στο επίπεδο ‘’αυτού που δε λέγεται’’, του ασυνείδητου, αυτού που λείπει για να γίνουν κατανοητά αυτά που συμβαίνουν.
    
  Σε αυτά τα πλαίσια, ‘’η γυναίκα’’ και ‘’η γνώση’’ – ως αντικείμενα μιας συμβολικής δομής και όχι, φυσικά, αυτή ή εκείνη η γυναίκα, αυτή ή εκείνη η συγκεκριμένη γνώση – είναι τα σημασιοδοτικά στοιχεία μιας ασυνείδητης κατάστασης που είναι βαθιά ριζωμένη στη δομή της εξουσίας και η οποία, με τη σειρά της, επιβάλλει το ριζικό διαχωρισμό ανάμεσα σε κυρίαρχους και κυριαρχούμενους. Ιδιοκτησία, ζήλια, σεξουαλικότητα, εξουσία, κυριαρχία, όλα αυτά είναι οι διαφορετικοί όροι που, συνδεδεμένοι με διαφορετικό τρόπο ο ένας με τον άλλο, υφαίνουν τον ιστό πάνω στον οποίο αναπαράγεται αδιάκοπα η ταξική κοινωνία.
  
Ακόμη και αν οι αναρχικοί έχουν συνείδηση αυτής της κατάστασης, η συνείδηση αυτή δεν μπορεί να είναι παρά μόνο μερική· το αντίθετο θα σήμαινε ότι ξεφεύγουν από την ιστορία: δεν μπορούν να ξεφύγουν ολότελα από τις κοινωνικές συνθήκες που καθορίζει η πάλη των τάξεων, η κατάσταση της γυναίκας και η ασυνείδητη εσωτερίκευση της εξουσίας . (7)
 
 Παρόλο που αυτή η πλευρά της κυριαρχίας έγινε αντιληπτή από τις απαρχές κιόλας του αναρχικού κινήματος , μόνο σήμερα γίνεται αντιληπτή με όλη τη σημασία της (πράγμα που δεν θα μπορούσε να συμβεί πριν τον Φρόιντ). Κυρίως χάρη στην κριτική της καθημερινής ζωής και ιδιαίτερα χάρη στη δράση των διαφόρων κινημάτων απελευθέρωσης των γυναικών, η βαθύτερη σημασιοδότηση της κυριαρχίας γίνεται πια ολοφάνερη και αρχίζει να αποτελεί μέρος του επαναστατικού προγράμματος. Δεν μπορεί να είναι κανείς αναρχικός στη C.N.T. και πατριαρχικός στο σπίτι του. Αυτή η διάσταση των κοινωνικών σχέσεων αναπαράγει την κοινωνική εξουσία. Τώρα, τουλάχιστον, το ξέρουμε.
  
Στο πρώτο τεύχος του  La Lanterne Noire, με αφορμή τον κοινωνικό και τεχνικό καταμερισμό  της εργασίας και ειδικότερα το διαχωρισμό διευθυνόντων – διευθυνόμενων, μπορεί κανείς να διαβάσει κάτω από τον τίτλο ‘’Οι Κοινές μας Θέσεις’’ : ‘’Από δω και πέρα, μπορούμε να αγωνιζόμαστε ενάντια σε αυτούς τους καταμερισμούς ακόμα και μέσα στην ομάδα μας, αφού ξέρουμε ότι η λύση δε θα μπορούσε να είναι ούτε ατομικιστική, ούτε του γκρουπούσκουλου, ούτε βολονταριστική. Μολονότι απαραίτητες, οι αλλαγές στο επίπεδο των διαπροσωπικών σχέσεων είναι αναγκαστικά μερικές. Για να γίνει μια αλλαγή σε βάθος, πρέπει να αλλάξουμε ταυτόχρονα το δομικό πλαίσιο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και του κράτους. Με άλλα λόγια, στη σημερινή ιστορική κατάσταση, η Επανάσταση απαιτεί μια συλλογική εξεγερσιακή φάση’’.
  
Πιο συγκεκριμένα, πιστεύω ότι δεν έχουμε να διαλέξουμε ανάμεσα στην Ο ρ γ ά ν ω σ η με κεφαλαίο Ο  και την  ο μ ά δ α    σ υ γ γ έ ν ε ι α ς – ακόμη λιγότερο, φυσικά, την αδράνεια, την παθητικότητα, όσο κριτική και στοχαστική και αν είναι, εκείνων που περιμένουν ότι το πραγματικό κίνημα θα τους χτυπήσει την πόρτα – αλλά πρέπει να αποκτήσουμε συνείδηση των προβλημάτων (να διατυπώσουμε την κριτική θεωρία) και να συμμετάσχουμε στις διάφορες οργανωτικές μορφές που μας προσφέρει η κοινωνική κατάσταση σε άμεση σχέση με το επαναστατικό μας πρόγραμμα (αρμονία μέσων και σκοπών).
  
Η πολιτική κυριαρχία, το κράτος, δεν επιτρέπει σε κανένα να απαλλαγεί από το είδος των κοινωνικών σχέσεων που επιβάλλει η ύπαρξή της· μπορούμε να αγωνιστούμε ενάντιά της και να περιορίσουμε στο ελάχιστο τις επιπτώσεις της στις σχέσεις μεταξύ συντρόφων, αλλά δεν μπορούμε να την αρνηθούμε στην πράξη και να συνεχίσουμε να ζούμε. Γι΄ αυτό ακριβώς, η καθημερινή ζωή είναι σαφώς ρεφορμιστική. Γι’ αυτό ακριβώς η ‘’διαπαιδαγώγηση’’ δεν είναι κάτι εφικτό. Γι’ αυτό ακριβώς είναι αναγκαία η επαναστατική στιγμή (η συλλογική εξεγερσιακή δράση). Μόνο μέσα από τη δράση, που ο χρόνος της είναι μόνο το παρόν και τίποτε άλλο, μπορεί το επαναστατικό πρόγραμμα να εισχωρήσει στο σύστημα και να μεταβάλλει τα όρια του εφικτού. Να δημιουργήσει, δηλαδή, μιαν άλλη πραγματικότητα.

3. Η  ΕΦΙΚΤΗ  ΟΡΓΑΝΩΣΗ
 
Για να επανέλθουμε στη βασική πλευρά του όλου προβλήματος, θα πω: η εφικτή οργάνωση για τους αναρχικούς είναι στενά συνδεδεμένη με το βαθμό συνείδησης του εργατικού και αγροτικού κινήματος μέσα στα πλαίσια της πάλης των τάξεων σε μια συγκεκριμένη στιγμή. Σήμερα, η κατάσταση στη Γαλλία χαρακτηρίζεται από την αυξανόμενη δυσαρέσκεια διαφόρων στρωμάτων του πληθυσμού και ειδικότερα από την αυξανόμενη εργατική αγωνιστικότητα που συχνά ξεπερνάει τα συνδικαλιστικά πλαίσια.
  
Η επιρροή των ρεφορμιστικών συνδικαλιστικών οργανώσεων είναι τεράστια και η λειτουργία ελέγχου που ασκούν στο εσωτερικό του καπιταλιστικού συστήματος γίνεται ολοένα και πιο φανερή. Ωστόσο, θα πρέπει να ακολουθήσουν στο βαθμό που αναπτύσσεται το κίνημα των άγριων απεργιών και δημιουργούνται οι συνθήκες μιας επαναστατικής διαδικασίας. Η κρίση του καπιταλιστικού συστήματος και ο διεθνής συσχετισμός δυνάμεων, που καταστρέφει την πλασματική και αρνητική ‘’επαναστατική’’ εικόνα των λεγόμενων κομμουνιστικών χωρών, διευκολύνουν τη διαδικασία.
     
Αν εξελιχθεί αυτή η κατάσταση, η ύπαρξη επαφής ανάμεσα στις διαφορετικές αναρχικές ομάδες θα είναι ολοένα και πιο αναγκαία για να μπορέσουμε να επέμβουμε με κάποια αποτελεσματικότητα και ταυτόχρονα για να καταστεί εφικτή μια κοινή στρατηγική με βάση την ανταλλαγή των αναλύσεων και των πληροφοριών σχετικά με αυτήν την κοινωνική πραγματικότητα. Κοινή στρατηγική δεν σημαίνει ενιαία ούτε και μοναδική στρατηγική αλλά απλά, κατά τη γνώμη μου, τη δυνατότητα αυτόνομης ανάπτυξης των διαφορετικών ομάδων του αναρχικού κινήματος οι οποίες, παράλληλα, στηρίζονται στην ολότητα του επαναστατικού και αντιεξουσιαστικού κινήματος.
     
Συνοψίζοντας όσα είπα μέχρι τώρα, θεωρώ ότι η ειδική οργάνωση σε εθνικό ή διεθνές επίπεδο δεν επαρκεί τόσο σε σχέση με την πραγματική κατάσταση των διαφόρων ομάδων και ρευμάτων του αναρχισμού όσο και σε σχέση με το βαθμό δόμησης του επαναστατικού κινήματος. Αντίθετα, εκείνο που είναι απαραίτητο είναι η  σ ύ ν δ ε σ η  μεταξύ των ομάδων – γεγονός που θα επιτρέψει την αλληλοενημέρωση ή την ανταλλαγή εμπειριών, και θα δώσει τη δυνατότητα δημιουργίας επιμέρους οργανώσεων με πιο συγκεκριμένους στόχους δράσης ή / και άμυνας.
 
 Όσο για το βασικό πρόβλημα που εμφανίζεται συνήθως όταν τίθεται το θέμα της κριτικής της οργάνωσης, δηλαδή, το πρόβλημα της εξουσίας, της  κ υ ρ ι α ρ χ ί α ς, η απάντησή μου είναι ξεκάθαρη. Η πολιτική εξουσία και η κυριαρχία τόσο στο επίπεδο του κράτους όσο και του ζευγαριού – καθώς και σε αυτό της ομάδας συγγένειας – αποτελούν στοιχεία της καταπιεστικής κοινωνίας στο σύνολό της. Μέσα στα πλαίσια αυτής ακριβώς της κοινωνίας πρέπει να δημιουργηθεί το επαναστατικό κίνημα που θα την καταστρέψει για να δώσει τη θέση της σε μια νέα κοινωνική εξέλιξη χωρίς οικονομική εκμετάλλευση ούτε και πολιτική κυριαρχία. Μόνο η συλλογική και επαναστατική δράση μπορεί να δημιουργήσει τις συνθήκες ενός νέου καθορισμού των κοινωνικών σχέσεων, τις συνθήκες μιας βαθιάς αλλαγής προς την κατεύθυνση της μη εξουσιαστικής κοινωνικής οργάνωσης.
     
Η καθημερινή κριτική της εξουσίας θέτει τις βάσεις του επαναστατικού προγράμματος και μεταβάλλει τα  θ ε ω ρ η τ ι κ ά  όρια της ‘’εφικτής συνείδησης’’· αλλά την κοινωνική  κ υ ρ ι α ρ χ ί α πρέπει να την καταπολεμήσουμε στο κοινωνικό επίπεδο, στο επίπεδο του κράτους, και μόνον η ύπαρξη ενός αντιεξουσιαστικού, επαναστατικού, συλλογικού κινήματος που είναι ικανό να οδηγήσει σε μια επαναστατική κατάσταση θα μπορέσει να δημιουργήσει μια άλλη κοινωνία χωρίς αφέντες και δούλους. Το εφικτό είδος οργάνωσης των αναρχικών εξαρτάται άμεσα από την ύπαρξη ή τη μη ύπαρξη αυτού του επαναστατικού κινήματος. Αυτή η οργάνωση είναι, επιπλέον, θεμελιακό στοιχείο για τη διαμόρφωση ενός αντιεξουσιαστικού προγράμματος που θα μπορεί να εκφράζεται από το μαζικό κίνημα και να είναι η έκφραση αυτού του μαζικού κινήματος.
    
 Σε περιόδους υποχώρησης και αδράνειας, το ουτοπικό περιεχόμενο του επαναστατικού προγράμματος καθορίζει την απομόνωση, τον εσωτερισμό και το χιλιασμό των ομάδων, που τόσο συχνά καταγγέλλονται από τους βδελυρούς νεκροθάφτες του αναρχισμού. Αλλά ακόμη και τότε, σε αυτές τις περιόδους που είναι κενές ιστορίας ‘’ενδέχεται να υπάρχουν ορισμένοι που το έργο τους δεν πρόκειται να χαθεί – τίποτα δεν χάνεται σε αυτό τον κόσμο – ακόμα και οι σταγόνες του νερού, όσο αόρατες και αν είναι, φτιάχνουν έναν ωκεανό’’.

Σε επαναστατικές περιόδους ή όταν, όπως σήμερα, αρχίζει η αναδίπλωση, οι ομάδες ανοίγονται, διευρύνονται και ξανασυνδέονται μέχρι να επανενωθούν, μέσα από τη δράση, με το μαζικό κίνημα. Η απελευθέρωση των εργαζομένων θα είναι έργο των ίδιων των εργαζομένων και η οργάνωση της μελλοντικής κοινωνίας θα είναι έργο των ανθρώπων που θα θελήσουν να τη ζήσουν.      L.L.N. – N. 1976

* La Lanterne Noire, Revue de Critique Anarchiste, Νο 6-7, Παρίσι, Νοέμβριος 1976. Α


Σημειώσεις:


1) Στην περίπτωση της Ισπανίας, η ‘’ειδική οργάνωση’’ FAI  (Ιβηρική Αναρχική Ομοσπονδία) δημιουργήθηκε σαν απάντηση σε μια εσωτερική κατάσταση της CNT  (Εθνική Συνομοσπονδία Εργασίας), και το πρόβλημα που τέθηκε (και εξακολουθεί να τίθεται) είναι η σχέση ανάμεσα στο επαναστατικό μαζικό κίνημα και την ειδική οργάνωση των αναρχικών.

Στην περίπτωση της FORA (Περιφερειακή Εργατική Ομοσπονδία Αργεντινής), που είχε αναρχικό προσανατολισμό και ήταν η ισχυρότερη οργάνωση του εργατικού κινήματος στο πρώτο τέταρτο του αιώνα, η ‘’ειδική οργάνωση’’ σε εθνική κλίμακα (FACA: Αναρχοκομμουνιστική Ομοσπονδία Αργεντινής, αργότερα μετονομάστηκε σε FLA: Ελευθεριακή Ομοσπονδία Αργεντινής) συγκεκριμενοποιήθηκε μόνο μετά την ‘’παρακμή’’ του επαναστατικού εργατικού κινήματος.

2) Errico Malatesta, βλ. περιοδικό LAgitazione, Ανκόνα 1897.

3) Αφού δηλώσει πρώτα ότι ‘’η ελευθερία του άλλου δεν είναι με κανένα τρόπο όριο ή άρνηση της ελευθερίας μου, είναι αντίθετα ή αναγκαία συνθήκη και η επιβεβαίωσή της. Δε γίνομαι πραγματικά ελεύθερος παρά μόνο μέσω της ελευθερίας των άλλων…’’, ο Μπακούνιν υποστηρίζει ότι η ελευθερία είναι το ‘’κατ΄ εξοχήν κοινωνικό’’ και ότι ‘’μπορούμε να διακρίνουμε στην ελευθερία τρεις φάσεις ανάπτυξης’’:… η πρώτη, η κατ΄ εξοχήν θετική και κοινωνική, είναι η από μέρους της κοινωνίας ‘’πλήρης ανάπτυξη των ανθρώπινων ικανοτήτων και δυνάμεων’’. 

Η δεύτερη είναι αρνητική: πρόκειται για την εξέγερση του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία, ενάντια στο κράτος. Η τρίτη φάση είναι η εξέγερση του ατόμου ενάντια ‘’στη φυσική επιρροή της κοινωνίας’’. Ενάντια στα ήθη και τα έθιμα, δηλαδή ενάντια στην εσωτερικευμένη κοινωνία. Συνεπώς, ‘’για να εξεγερθεί ενάντια σε αυτήν την επίδραση που εξασκεί ολότελα φυσικά η κοινωνία πάνω του, ο άνθρωπος πρέπει, τουλάχιστον ως ένα βαθμό, να εξεγερθεί ενάντια στον ίδιο του τον εαυτό…’’.               Μ. Μπακούνιν, ‘’Θεός και Κράτος’’, Μετ.: Θέμη Μιχαήλ, Εκδόσεις Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1974, σ. 104-106.

Μιλώντας για την τυραννία ο La Boetie λέει: ‘’Τι κακό θα μπορούσε να σας κάνει αν δε συγκαλύπτατε εσείς οι ίδιοι τον κλέφτη που σας ληστεύει, αν δεν είσαστε συνένοχοι του φονιά που σας φονεύει και προδότες του ίδιου σας του εαυτού;’’. Βλ. Le Discours de la servitude volontaire, Payot, Παρίσι 1976, σ.196. 

‘’{ Η επιρροή της κοινωνίας}… περιβάλλει τον άνθρωπο από τη γέννησή του, τον διαπερνά, διεισδύει μέσα του και αποτελεί τη βάση της ατομικής του ύπαρξης. Έτσι που ο καθένας είναι κατά κάποιο τρόπο συνένοχός της ενάντια στον ίδιο του τον εαυτό, τις περισσότερες φορές χωρίς να το υποπτεύεται.’’ Μ. Μπακούνιν, ‘’Θεός και Κράτος’’, Μετ.: Θ. Μιχαήλ, Εκδ. Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1974, σ. 106.

4) Εισήγηση σχετικά με την αναγκαιότητα μόνιμης συνεργασίας μεταξύ των επαναστατικών κομμουνιστικών και αναρχικών ομάδων. Παρίσι 1900. Inst. Inter. De Sciences Sociales.
  
5) Βλ. Μ. Μπρίντον, ‘’Το παράλογο στην Πολιτική’’, Μετ.: Ν. Μπαλή, Εκδόσεις Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1974.

 6) Ernest Armand, ατομικιστής αναρχικός (1872-1962).

  
7) ’’Είμαστε επίσης εχθροί της πατριαρχικής και νομικής εξουσίας των συζύγων πάνω στις γυναίκες, των γονέων πάνω στα παιδιά και αυτό επειδή η ιστορία μας διδάσκει ότι ο δεσποτισμός στην οικογένεια είναι το σπέρμα του πολιτικού δεσποτισμού στο ‘’κράτος’’, 1871. Μ Μπακούνιν, ‘’Επιστολή προς τους συντάκτες του Proletaric Italiano’’ Βλ. Oeuvres Completes, τόμος 2, σ. 58.




I. ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΑ ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΑ ΗΘΗ

 Η οικειότητα  και η τυπικότητα

 Παρά το γεγονός ότι συχνά υπάρχει μια επισημότητα - τυπικότητα στη διεξαγωγή των δημόσιων συνευρέσεων (συγκεντρώσεων, εκδηλώσεων, συναθροίσεων, συνελεύσεων,  κλπ), σπάνια υπάρχει μια «επισημότητα» στη συμπεριφορά των ανθρώπων που τις παρακολουθούν, συμμετέχουν ή τις οργανώνουν,  ενώ πολλές  φορές οι νεόφερτοι πρέπει να κολυμπούν ή να βουλιάζουν στο αρχιπέλαγος των κοινωνικών διαπροσωπικών  επαφών (η τελετουργική οικειότητα πολλών δημοσίων γεγονότων πρέπει σίγουρα να αναλυθεί περισσότερο). Απλά γυρίζοντας τον κύκλο και επιτρέποντας στον καθένα/καθεμιά τις συστάσεις  να πει ποιος/ποια είναι ή προσφωνώντας τους «σύντροφε» ή «συντρόφισσα», δεν καθιστά τα γεγονότα αυτά περισσότερο κοινωνικά.

Οι συστάσεις στην αρχή της μάζωξης ξεχνιούνται εύκολα και το «σύντροφος», μπορεί επίσης  εύκολα να εκφράσει φιλικότητα όπως και εχθρότητα, μ' ένα ειρωνικό τρόπο όσο και κυνικότητα. Το είδος της ζεστασιάς και οικειότητας που δημιουργείται στους  αντισυστημικούς επαναστατικούς κύκλους έχει κάνει πολλά για να υπερνικήσει την αδιαφορία της παραδοσιακής εξουσιαστικής πολιτικής για τα άτομα. Πολλά μπορούν να μαθευτούν από αυτήν την εμπειρία.

 Αλλά η ζεστασιά από μόνη της χωρίς κάποια δόμηση της κοινωνικότητας δεν αρκεί και εμπεριέχει τους δικούς της κινδύνους, αν η οικειότητα γίνει θρησκεία μπορεί να είναι τόσο επιβλαβής στην πραγματική κοινωνικότητα, όσο και η παλιά κομφορμιστική  βικτοριανή η γιαπονεζικη τελετουργία των επισκέψεων.

Χρειάζεται να αναγνωρίσουμε την ανάγκη για διαφορετικά είδη προσωπικών σχέσεων βασισμένα σε διαφορετικούς βαθμούς οικειότητας. Αν το άνοιγμα, η ειλικρίνεια και η πλήρης συμμετοχή εκτιμούνται σε βάρος της επιφυλακτικότητας, της απόστασης και της απόκρυψης, και αν τα τελευταία αυτά προσόντα τείνουν να ερμηνευτούν σαν πολιτικά κουσούρια ή εκφράσεις ψυχολογικής ανεπάρκειας,  τότε η δημόσια ζωή υποφέρει.

Η Τζο Φρήμαν έχει τονίσει στη μπροσούρα της, « Η Τυραννία της απουσίας δομής» (α), ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καθόλου κάποια τελείως αδόμητη ομάδα, και ότι οι ασυγκρότητες ομάδες έχουν μια κρυφή και ανεπίσημη δομή βασισμένη στην «ελίτ» της φιλίας. Οι «ελίτ» αυτές αυτοστρατολογούν μέλη, αυτοδιαιωνίζονται, και τα μέλη τους επιλέγονται πολλές φορές  επειδή κατέχουν προσόντα που μπορεί να είναι άσχετα  με τους πολιτικούς σκοπούς  της ομάδας. 

Τέτοιες ομάδες επίσης έχουν άτυπους και αδιαφανείς κανόνες για τη  λήψη των αποφάσεων. «Αυτοί που δεν γνωρίζουν τους κανόνες», λέει η Φρήμαν, «και δεν επιλέγονται για μύηση (στην ομάδα) θα παραμείνουν μπερδεμένοι, ή θα υποφέρουν από παρανοϊκές παραισθήσεις ότι κάτι συμβαίνει  έξω από αυτούς για το οποίο γνωρίζουν ελάχιστα». «Η Τυραννία της απουσίας δομής» είναι τόσο επίκαιρη σήμερα, όσο και πριν 35 χρόνια γιατί η προτίμηση για ανεπισημότητα ακόμα επιβιώνει και παρότι έχουν αλλάξει  αρκετά στα  κινήματα από τότε που γράφτηκε η μπροσούρα , οι ιδέες που έχουν απλωθεί από τα κινήματα σ' όλους τους αριστερούς, αναρχικούς, ελευθεριακούς  κύκλους ελάχιστα έχουν παρακολουθήσει αυτές τις μικρές  αλλαγές. «Η Τυραννία της απουσίας δομής» αναδεικνύει ότι μια κάποια δομή είναι αναγκαία στις ελευθεριακές οργανώσεις. 


Περισσότερη ανεπισημότητα απ' ότι πρέπει οδηγεί σε μη αμεσοδημοκρατικές πρακτικές και την εμφάνιση των «ελίτ της φιλίας» και παράλληλα δυσκολεύει,  μέχρι που αποτρέπει την συμμετοχή νέων μελών. Το να πας σε μια μάζωξη και να βρεις αγνώστους  να σου συμπεριφέρονται με πολύ οικειότητα, είναι  πολλές φορές τόσο αποτρεπτικό, όσο το να πηγαίνεις σε μια συγκέντρωση που κυριαρχείται από κανόνες και διαταγές. Οι οργανώσεις και οι συλλογικότητες που έχουν φτιαχτεί για συγκεκριμένους πολιτικοκοινωνικούς σκοπούς πρέπει να αυτοδιευθύνονται σαν δημόσια και όχι σαν ιδιωτικά σώματα. Αν η οικειότητα και η ανεπισημότητα ξεπερνούν ένα ορισμένο βαθμό, δημιουργούν ιδιωτικές  λέσχες.  

Συμμετέχουμε σε οργανώσεις όχι μόνο για να επιτύχουμε ένα συγκεκριμένο σκοπό, αλλά είναι και ανθρώπινο να πιάσουμε και φιλίες. Στη φυσιολογική πορεία των πραγμάτων δε θα έπρεπε να υπάρχουν διαμάχες, αλλά αυτές αναδύονται. Όμως  το ζήτημα είναι πώς αυτές διευθετούνται χωρίς τον κίνδυνο η συλλογικότητα να ολισθήσει  σε εικοτολογία και προσωποπαγές κλειστό σχήμα.

Ο Μάρσαλ Κόλμαν  γράφει σχετικά: (β) «… Κάποτε δούλευα σ' ένα μικρό κέντρο κοινωνικής δράσης στο Λονδίνο. Υπήρχαν, ακόμα και σ' αυτή τη μικρή οργάνωση, φασαρίες και μερικοί τα βρίσκανε καλύτερα μεταξύ τους από ότι με τους άλλους. Μιας και όλοι ήταν εκεί κύρια για να κάνουν κάποια δουλειά, το γεγονός ότι σε μερικούς δεν άρεσαν οι άλλοι δεν είχε καθόλου σημασία. Μερικοί όμως  ψάχνονταν διαφορετικά. Θεωρούσαν (όχι όλοι)  ότι θα έπρεπε να είναι ανοιχτοί μεταξύ τους για τα συναισθήματα τους και δεν θα έπρεπε να καλύπτουν τις εχθρότητες που παραμόνευαν κάτω απ' την επιφάνεια. 

Ουσιαστικά ζητούσαν να είναι περισσότερο οικείοι μεταξύ τους και λιγότερο τυπικοί. Τους επηρέασαν όλους να συμμετέχουν σε μακρές συναντήσεις στις οποίες όλα θα τα έβγαζαν στη φόρα. Οι συναντήσεις αυτές ήταν καταστροφικές. Δεν ήταν δυνατόν να θεραπευτούν οι διαφορές γιατί ήταν βασισμένες σε διαφορές προσωπικότητας. Αυτοί που τα περνούσαν ιδιαίτερα άσχημα με τους άλλους, ποτέ δεν θα μπορούσαν να κάνουν κάτι μαζί τους έξω απ' τη δουλειά του κέντρου. Η σχέση τους δεν ήταν στενή και έτσι δεν ήταν σωστό να προσπαθήσουν να ξεδιαλύνουν τις διαφορές τους με «φιλικές» συναντήσεις. Αυτό που τελικά συνέβη είναι ότι οι πικρίες βάθυναν και υπέφερε η δουλειά της οργάνωσης. Η πίεση για οικειότητα ήταν μια προσπάθεια δημιουργίας αυτού που η Σήλα Ροουμπόθομ ονόμασε «Αναγκαστική Ομοφωνία». Εκεί όπου η οικειότητα είναι ακατάλληλη, οπωσδήποτε θα είναι αναγκαστική…».(γ)

Η οικειότητα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν τρόπος κυριαρχίας στους άλλους,  ενώ οτιδήποτε διαφοροποιεί τις προσωπικές μας σχέσεις πρέπει να ενθαρρύνεται. Αλλά  μάλλον στις στενές σχέσεις γενικά, έχει δοθεί υπέρμετρο βάρος σε σχέση με το σύνολο των διαπροσωπικών σχέσεων. «Παραχωρώντας τόσο μεγάλο ρόλο στην οικειότητα συνεχίζουμε την ίδια διαδικασία που έχει νεκρώσει τη δημόσια ζωή. Οι στενές σχέσεις καταναλώνουν πολύ προσωπική ενέργεια και υπάρχει ένα όριο στον αριθμό των στενών σχέσεων που μπορούμε να βαστάξουμε. 

Το στρες στη οικειότητα εμπνέεται απ' την επιθυμία να φέρουμε ίδιους ανθρώπους κοντά και να τους κάνουμε πιο φιλικούς μέσα σε ένα όλο και πιο κλειστό κύκλο. Αν οι μόνες δυνατές σχέσεις είναι οι στενές, αν καταναλώσουμε όλη μας την ενέργεια σ' αυτές, οι ευρύτερες σχέσεις θα υποφέρουν και η δημόσια ζωή θα ατροφήσει. Χρειαζόμαστε οικειότητα, αλλά αν επιμένουμε να κάνουμε όλες τις σχέσεις στενές τότε θα πρέπει να υποφέρουμε από τη δημόσια αδιαφορία, το κενό βλέμμα στο σιδηροδρομικό βαγόνι, τη δημόσια σιωπή».
   
Ένα πράγμα που απαιτεί η οικειότητα είναι η ειλικρίνεια. Ζούμε μια ανειλικρινή εποχή και αν κάποιος είναι ειλικρινής συγχωρούμε πολλά ελαττώματά του. Π. χ. δείτε τι γίνεται με τους επαγγελματίες πολιτικούς, ένας πολιτικός μπορεί να είναι ανίκανος, ηλίθιος και απληροφόρητος, αλλά ο κόσμος  λέει: «τουλάχιστον είναι ειλικρινής». Νομίζουμε ότι είναι καλύτερο να είσαι ειλικρινής συνέχεια. Ωστόσο μερικές φορές είναι καλύτερο να είσαι λιγότερο ειλικρινής, (δ) (εννοείται, φυσικά, όχι ψεύτης) ιδιαίτερα στις μη στενές σχέσεις, που μπορεί να κατανικηθούν από την υπερβολική ειλικρίνεια. 'Όταν ρωτάς μια γνωριμία σου πως είναι, δε θέλεις απαραίτητα να ξέρεις όλα όσα αισθάνεται εκείνη τη στιγμή. Αν πρόκειται να αναπτυχθεί η δημόσια ζωή, οι άνθρωποι πρέπει να είναι λογικά ευγενικοί μεταξύ τους. Αλλά το να είσαι ευγενικός αποκλείει την τέλεια ειλικρίνεια.

Οι σχέσεις μεταξύ αγνώστων δεν μπορούν να διεξαχθούν με τον ίδιο τρόπο όπως οι σχέσεις μεταξύ οικείων. Αν δεν υπάρχει καμιά απόκρυψη στη σχέση μεταξύ αγνώστων, τότε αυτές είναι στενόχωρες και τυπικές, γιατί όλοι ψάχνουν να πουν το σωστό, ή στενάχωρα στενές, όπως οι εκμυστηρεύσεις ενός πιωμένου. Η έλλειψη πραγματικής κοινωνικότητας στη σύγχρονη δημόσια καπιταλιστική ζωή δείχνει τις αδυναμίες των λύσεων. Η ανωνυμία της ζωής στην πόλη ενθαρρύνει τους ανθρώπους να καλυτερεύουν ή να χειροτερεύουν την ποιότητα των προσωπικών σχέσεων τους.

 Οι κολεκτίβες που είχαν - έχουν δημιουργηθεί για συγκεκριμένες δουλειές, οι καταλήψεις και πολλές φορές τα στέκια – κοινωνικά κέντρα αν και  έχουν επιτύχει πολλά, δεν δημιούργησαν μια αληθινή δημόσια κοινωνικότητα, μια δημόσια σφαίρα, και μετατρέπονται (όχι όλες)  λίγο πολύ σε ιδιωτική σφαίρα. Γράφει ο  Μάρσαλ Κόλμαν: «Ακόμα και τα αυστηρά κοινόβια που αρνούνται κάθε τι το ιδιωτικό στα μέλη τους, (άκουσα για ένα τέτοιο κοινόβιο που έβγαλε όλες τις πόρτες απ' το σπίτι) αγγίζουν μόνο αυτούς που ζουν μέσα.
  
 Το προσωπικό - πολιτικό δεν θα πρέπει να περιορισθεί στις ιδιωτικές σχέσεις μιας μειονότητας, αλλά θα πρέπει  οι συλλογικότητες να ενδιαφέρονται για το πώς  οι στενές προσωπικές σχέσεις,  εκτός από προσωπικές να  οδηγούν στην αμοιβαιότητα, την  κοινωνικότητα και τη δημόσια ζωή. Αν δεν το κάνουν αυτό, τότε απλά θα δίνουν όλο και μεγαλύτερη προσοχή και χώρο στις ιδιωτικές σχέσεις όλο και λιγότερων ανθρώπων.  Έτσι, μετακινούνται από το κέντρο της πολιτικής- κοινωνικής ζωής στο περιθώριο». Στο τέλος ή που καταντάνε λατρεία των «ελάχιστων εκλεκτών», ή που διαλύονται.
  
 Μέχρι την πρώτη μεταπολεμική  γενιά, αυτή των πατεράδων μας, διατηρούνταν μια σχέση ισορροπίας μεταξύ της τυπικότητας (ευγένειας) και της ζεστής οικειότητας. Κάποτε οι επαναστάτες και οι εργάτες πήγαιναν με τα καλά τους ρούχα στις συνελεύσεις και τις θεωρούσαν τόσο σημαντικές,  που η διαγραφή τους από αυτές ήταν μια από τις μεγαλύτερες ποινές (άλλα ήθη, θα μας πείτε). Σήμερα έχουμε μεταφέρει το μπαράκι στη συνέλευση! Αφήστε που ο ήχος από τα κινητά τηλέφωνα  έρχεται να κλέψει τον συνελευσιακό χρόνο και η μη συμμετοχή σε αυτές είναι που εκβιάζει την έννοια της συλλογικότητας. 

Αν όντως μεταφέρουμε τις χαλαρές μας σχέσεις στο δημόσιο χώρο που λέγεται συνέλευση, τότε είτε κάνουμε όλη την ζωή μας σχολαστική διαδικασία είτε εκχυδαΐζουμε τις συλλογικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Αν συμβαίνουν τα προηγούμενα, τότε επιβεβαιώνουμε το κύριο επιχείρημα  των  αφεντικών  για την ιδιώτευση-ιδιωτεία: «Δεν υπάρχει κοινωνία, μόνο οικογένειες και κράτος»!  Εμείς όμως ξέρουμε  ότι για να ανατραπούν τα αφεντικά και να γκρεμίσουμε την οργάνωση τους το κράτος,  πρώτα από όλα χρειάζεται οι ανατροπείς να έχουνε μεταξύ τους κοινότητα απόψεων, ιδεών και πεποιθήσεων. Από αυτή την κοινότητα εκπορεύονται οι κοινές θελήσεις.
                                                     
Γιώργος Μεριζιώτης

 

Η οργάνωση Ιστός


«… Αν θέλουμε να επιτελέσουμε κάτι πραγματικά χρήσιμο, η συνεργασία είναι απόλυτα αναγκαία – σήμερα περισσότερο από ποτέ. Αναμφίβολα, η συνένωση πρέπει να είναι τέτοια που να επιτρέπει την πλήρη αυτονομία των ατόμων που συμμετέχουν και η ομοσπονδία πρέπει να σέβεται αυτή την αυτονομία στην περίπτωση των ομάδων. Καλό θα είναι, όμως, να απορρίψουμε την πεποίθηση ότι η έλλειψη οργάνωσης αποτελεί εγγύηση ελευθερίας. Όλα αποδεικνύουν ότι ισχύει το αντίθετο.  Οι κρίσεις από κάποιες πολεμικές μπορεί να δείχνουν ότι υπάρχουν αναρχικοί που απεχθάνονται κάθε είδους οργάνωση. Αλλά στην πραγματικότητα οι πολλές, πάρα πολλές, συζητήσεις για αυτό το θέμα, ακόμα και όταν κρύβονται από γλωσσικές ερωτήσεις ή φαρμακώνονται από προσωπικά ζητήματα, αφορούν τους τρόπους και όχι την πραγματική αρχή της οργάνωσης. Έτσι συμβαίνει όταν αυτοί οι σύντροφοι, που μοιάζουν οι πιο εχθρικοί προς την οργάνωση, θέλουν πραγματικά να κάνουν κάτι να οργανώνονται όπως και εμείς οι υπόλοιποι και συχνά πιο αποτελεσματικά. Το πρόβλημα, επαναλαμβάνω, είναι μόνο στους τρόπους … ».  Ερρίκο Μαλατέστα

Δε φετιχοποιούμε την οργάνωση, η οργάνωση δεν είναι το παν και δεν επιτρέπει να χαθούν ή να κερδιθούν τα πάντα.  Είμαστε της άποψης, ότι  καλύτερα μη οργανωμένοι παρά άσχημα οργανωμένοι. Όπως  επίσης, ότι όταν μια οργάνωση φτάνει στα όρια της και δεν έχει να δώσει τίποτα πλέον, καλό είναι να διαλύεται για να μην παγώνει στο χρόνο και να γίνεται απολίθωμα. Θα επαναλάβουμε με έναν κουραστικό τρόπο ότι: Οι οργανώσεις μας είναι συλλογικές οντότητες - ζωτικότητες και προπάντων αντιθεσμίσεις, στις οποίες η αναρχία σαν κοινωνική δυνατότητα βιώνεται προς τα μέσα και  επιβεβαιώνεται προς τα έξω  (όσο γίνεται) σε μικρογραφία. Οι οργανώσεις μας,  δεν πρέπει να είναι μόνο λειτουργικά εργαλεία σαν των εξουσιαστών όπου ένα πεφωτισμένο διευθυντήριο τις χρησιμοποιεί   για να καταλάβει την κυβερνητική εξουσία είτε με τις εκλογές είτε με έφοδο στα χειμερινά ανάκτορα.   

Οργάνωση σημαίνει και οργανισμός (συνασπισμός κυττάρων). Τι παραπάνω από ομοσπονδία κυττάρων είναι ο οργανισμός του ανθρώπου και των άλλων πλασμάτων; Έτσι βλέπουμε την οργάνωση. Σαν μια φυσική κατάσταση. Οι οργανώσεις που προτείνουν οι αναρχικοί είναι ζωντανοί οργανισμοί, αντιθεσμίσεις, μια ρωγμή μέσα στον ιστορικό χωρόχρονο της κυριαρχίας. Γι΄αυτό είναι δύσκολο για τους αναρχικούς λόγω του  ότι εναντιώνονται στην πραγματικότητα (δηλαδή το κράτος, την κάθετη υπερδομή), να είναι υποχρεωμένοι να ζουν μέσα σε αυτή την πραγματικότητα και παράλληλα να της εναντιώνονται. Από εδώ προκύπτει πολλές φορές η δυσπιστία για την οργάνωση αλλά και  ο φόβος για πειραματισμό, φόβος για τυχόν λάθη, παραλείψεις και αποτυχημένες προσπάθειες.  Εμείς δεν έχουμε να ακολουθήσουμε καμιά πεπατημένη σε σχέση με τους εξουσιαστές και ιδιαίτερα της αριστεράς που αναπαράγουν τις αστικές  κάθετες δομές (το λενινιστικό «κόμμα νέου τύπου») είτε σε χαλαρή είτε σε σφιχτή μορφή στο εσωτερικό τους.   

Η πρόταση μας για την ομοσπονδία (οργάνωση ιστός), θα συζητηθεί πιο αναλυτικά όταν υπάρξουν οι προϋποθέσεις και  φυσικά όταν βρεθούν τα άτομα και οι ομάδες που θα επιδιώξουν κάτι τέτοιο (εμείς εδώ απλώς παραθέτουμε μια πρόταση), δεν έχουμε παρά να συμφωνήσουμε σ΄αυτό που υποστηρίζανε παλιά κάποιοι σύντροφοι: «… η Οργάνωση, θα πρέπει να απορρέει απ΄ την ενότητα ως προς το σκοπό και τη δράση … …Απ΄ τις ίδιες τις  ομάδες, που συνενώνονται σιγά - σιγά μέσα από τη δράση, πρέπει να ξεπηδήσει η αναρχική ομοσπονδία κι όχι επειδή θα έχει αποφασιστεί η δημιουργία μιας ομάδας επιφορτισμένης να οργανώσει αυτήν την ομοσπονδία…».

Προς το παρόν περιοριζόμαστε σε ένα δυο πράγματα μόνο. Η ομοσπονδία ιστός,   είναι διεύρυνση της αντιθέσμισης στο χωρόχρονο  και παράλληλα  δίκτυο  και συνασπισμός  δράσης.  Μπορεί επίσης να είναι και ένα  εργαστήριο πειραματισμού του πώς μπορούν να λειτουργήσουν στο σήμερα και στην πράξη οι οριζόντιες κυκλικές αντιιεραρχικές δομές  και αρχές λειτουργίας, όπως  και πολλές από τις αναρχικές αρχές σε ένα διευρυμένο σύνολο ανθρώπων και να επαληθευτούν στην πράξη.

Όπως βλέπετε στα  σχήματα 4α, 4β, η οργάνωση ιστός είναι ένα ομόκεντρο, παράλληλο και πολυεπίπεδο σύστημα σχέσεων. Το μόνο κέντρο που έχει, είναι η συμφωνία των κοινών αποφάσεων  και η υλοποίησή τους από αυτούς που έχουν συμφωνήσει. Παράλληλα, όπως βλέπετε, υπάρχουν άπειρες διαδρομές προς όλες τις κατευθύνσεις για τη σύναψη των πολιτικών και κοινωνικών σχέσεων των ομάδων και των ατόμων μεταξύ τους.                                                       
 Δεν υπάρχει το «από κάτω προς τα πάνω», ούτε το «από πάνω προς τα κάτω», αλλά από το κατώτερο στο ανώτερο, από το μοριακό στο πολυσύνθετο, από το μερικό στο ολικό, από το συνειδητό στο αυθόρμητο και το αντίστροφο. Δεν είναι οριζόντιο γιατί είναι κυκλικό. Δεν είναι η οριζοντικοποίηση του κύκλου. Δεν είναι ούτε το πίσω ούτε το μπροστά. Στην οριζόντια σχέση κάποιος είναι στην αρχή, κάποιος είναι στη μέση και κάποιος είναι πιο μπροστά, ενώ στην κυκλική δεν υπάρχει αρχή, μέση ή τέλος. Η γνώση και η εμπειρία διαμοιράζεται προς όλες τις κατευθύνσεις εκ των πραγμάτων.  

Παράλληλα, εμπεριέχει το στοιχείο της αλληλοκάλυψης και της αλληλοσυμπλήρωσης. Στρατηγικά, αν καταστραφεί μια διαδρομή υπάρχουν άπειρες άλλες για να πας εκεί ή όπου αλλού θες και δεν είσαι μόνος και εκτεθειμένος. Επίσης, είναι   η οριζόντια κυκλική σχέση αναφορικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον αγώνα ενάντια στο κεφάλαιο και στο κράτος, από τον αγώνα για να είναι κανείς άνθρωπος μέσα σε μια ανθρώπινη κοινωνία.


«… Δεν πρέπει να φοβόμαστε να δανειστούμε, οφείλουμε ό­μως να παραμείνουμε αμετακίνητοι στις ιδέες μας. Πρέπει να δημιουργήσουμε τόπους ελευθεριακού πειραματισμού, όπου θα μπορούμε να ζούμε και να δοκιμάζουμε μορφές αυτοκυβέρνησης και κοινωνικής αλληλεγγύης, λέγοντας όχι στη διδαχή ενός και μόνο μοντέλου, ναι σε πολλά περισσότερα. Πολυσθενείς, πολυκεντρικοί και άκεντροι τόποι, χωρίς ιεραρχίες και γραφειοκρατίες στο εσωτερικό τους, ικανοί να γεννούν καινοτομίες και πολιτιστικές ανατροπές, να είναι δημιουργικοί και χωρίς προκαταλήψεις, αποτελώντας παραδείγματα για το πώς μπορεί να φτιαχτεί και να υπάρξει μια κοινωνία. 

Στιγμές συλλογικής αυτοκυβέρνησης, ελευθεριακά κοινωνικά κέντρα, ελευθεριακά σχολεία, ελευθεριακοί δήμοι οργανωμένοι από τα κάτω, δυνατότητα για όποιον επιθυμεί να προβεί σε κοινούς πειραματισμούς και οτιδήποτε άλλο έρχεται στο μυαλό που αντιπροσωπεύει και δείχνει την κοινωνία την οποία επιθυμούμε…».
  
 Θα αφήσουμε σκόπιμα να αιωρείται το αφηρημένο, ανεπεξέργαστο του θέματος. Όχι γιατί είμαστε πιο έξυπνοι και έχουμε κάποια λύση στο τσεπάκι μας, αλλά για να αφεθεί η φαντασία όλων να οργιάσει και να αυτοσχεδιάσει, άλλωστε στην πράξη και στην καθημερινή ζωή επαληθεύονται η διαψεύδονται όλα. Πολλές φορές  λέμε γνωστοί ή άγνωστοι κύκλοι ή στους κύκλους των αναρχικών, δε λέμε στους οριζόντιους αναρχικούς!




Σημειώσεις


1) Ποιες είναι οι βασικές αρχές αυτοδιεύθυνσης; Θα τις αναφέρουμε σύντομα.
Αυτοδιεύθυνση σημαίνει εξ΄ ορισμού αυτοκαθορισμός. Αποκλείει τη διεύθυνση άλλων, την κυριαρχία ανθρώπου πάνω σε άνθρωπο.  Αποκλείει, όχι μόνο τη διαρκή  νομική κατοχυρωμένη εξουσία του κράτους με τους καταπιεστικούς θεσμούς, αλλά απαιτεί την κατάργηση της αρχής του κράτους από τις ανεπίσημες ενώσεις του λαού: από τα συνδικάτα, από τους χώρους εργασίας και από τις μυριάδες συσπειρώσεις  και σχέσεις που συγκροτούν την κοινωνία.

Η Αυτοδιεύθυνση, εξ΄ ορισμού, είναι η ιδέα ότι οι εργάτες (όλοι οι εργάτες περιλαμβανομένων των τεχνικών , των μηχανικών, των επιστημόνων, προγραμματιστών, των συντονιστών, όλων), που απασχολούνται με την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών μπορούν οι ίδιοι να διευθύνουν και να συντονίζουν αποτελεσματικά την οικονομική ζωή της κοινωνίας. Αυτή η πίστη στηρίζεται σε τρεις αδιαχώριστες αρχές: 1) πίστη στη δημιουργική ικανότητα των μαζών, στον διασυρμένο “κοινό άνθρωπο” και όχι σε μια αριστοκρατική τάξη “ανώτερων”  ανθρώπων, 2) αυτονομία (αυτοκυβέρνηση), 3) αποκέντρωση και συντονισμός, με την ελεύθερη συμφωνία του φεντεραλισμού (ομοσπονδιοποίηση). 

2) Ενώ έχουμε απομακρυνθεί πολύ από την εποχή της βιομηχανικής αστικής πρωτοσυσσώρευσης κεφαλαίου και την προβληματική της, στην πραγματικότητα όμως δεν την εγκαταλείψαμε ποτέ, γιατί αυτό που έχει σημασία είναι ότι το προλεταριάτο, στον εμπειρικό προσδιορισμό του, από τη μια δεν είχε εκληφθεί μόνο σαν οι χειρώνακτες εργαζόμενοι, οι παραγωγοί, αλλά προπάντων σαν η δυνατή ελευθερία. Από την άλλη οριζόταν αρνητικά για να τονιστεί ότι αποτελεί το αντίθετο της αστικής τάξης. Μέσα σε μια κατάσταση όπου η μεγάλη τάση του σύγχρονου κόσμου είναι - για πρώτη φορά σε τέτοιο μέγεθος στην ιστορία - η πολιτική πόλωση της κοινωνίας σε δύο τάξεις, η αστική τάξη έχει στην κατοχή της τα μέσα παραγωγής και απολαμβάνει από αυτά, ενώ το προλεταριάτο ούτε τα έχει στην κατοχή του, ούτε απολαμβάνει τίποτα. Προτιμούμε να λέμε «έχει στην κατοχή της» και όχι «είναι ιδιοκτήτρια», για να κάνουμε πιο φανερό ότι η νομική ιδιοκτησία είναι ένα ιδεολογικό εποικοδόμημα που μπορεί να αντικατασταθεί από ένα άλλο. Για παράδειγμα με τη συλλογική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής από τη κομματική - κρατική γραφειοκρατία.

Ο καπιταλισμός στην πραγματικότητα δεν λύνει κανένα πρόβλημα. Αντίθετα, τα διαπλέκει, τα εντείνει και το κυριότερο τα μεταθέτει στο χρόνο. Ούτε τα ζητήματα της φτώχιας διευθετεί. Αυξάνει τόσο την σχετική όσο και την πραγματική φτώχια, εν μέσω αφθονίας -εδώ να σημειώσουμε ότι είναι πράξη ελευθερίας το να επιλέξεις να ζεις λιτά, αντίθετα όταν σου το επιβάλλουν είναι πράξη καταναγκασμού- ούτε τα νέα ζητήματα ελευθερίας,  ούτε τα οικολογικά προβλήματα που διογκώνονται και προσπαθούν να μας πείσουν οι ελίτ ότι είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι. Για να επανέλθουμε στο θέμα μας, τα ζητήματα ποιότητας ζωής, και το οικολογικό -  κλιματικό πρόβλημα  είναι άμεσα συνδεμένα με τα κοινωνικά και ταξικά - ζητήματα.

Από αυτή την πλευρά, οι υπάλληλοι, οι τεχνικοί, οι μαθητές και οι λούμπεν (τα κατώτερα στρώματα του συστήματος), έχουν την ίδια αντιληπτική στάση, είναι διαθέσιμοι όπως και οι εργάτες. Η ενότητα των «λούμπεν» και των «μηχανικών», η σύγχρονη περιθωριακότητα «των φοιτητών χωρίς διπλώματα και των πτυχιούχων χωρίς δουλειά», οι περιθωριοποιημένοι μικρό συνταξιούχοι, οι προλεταριοποιημένοι μικροί αγρότες, ακόμα και οι μετανάστες μπορεί να βρεθούν και να είναι κάποια στιγμή διαθέσιμοι.
  
 Ενάντια σε μια διαταξική αντίληψη στιρνερικού δεξιόστροφου λόγου που αναπαράγεται τον τελευταίο καιρό στον ελλαδικό αναρχικό χώρο, εμείς προτείνουμε το παρακάτω περίγραμμα που λίγο ως πολύ ισχύει και για την ελληνική κοινωνία χωρίς αυτό να σημαίνει ότι στις σημερινές συνθήκες δε χρειάζεται μια νέα πιο εμπεριστατωμένη ανάλυση των  κοινωνικών συνθηκών που διαμορφώνει ο καπιταλισμός, όπου εννοείτε ότι μέσα σε αυτές ζούμε και αγωνιζόμαστε.

Άλλωστε κάνοντας μια κοινωνική χαρτογράφηση του αναρχικού κινήματος  τη χώρα μας θα δούμε ότι σε μικρογραφία  από αυτές τις τάξις και υπό κατηγορίες αντλούν διαθεσιμότητα οι αναρχικές ιδέες. Η διαφορά εμάς των δρώντων αναρχικών με την υπόλοιπη καταπιεσμένηοινωνία (δηλαδή πάνω από το 80 τις εκατό του πληθυσμού), έγκειται  στο ότι εμείς βρισκόμαστε σε άλλους χρόνους εξεγερτικούς- επαναστατικούς ενώ αυτή όχι. Ένα μεγάλο μέρος του  αγώνας μάς επικεντρώνεται και πρέπει στον σιν- χρονισμό με την καταπιεσμένη κοινωνία όχι προς την μεριά της αδράνειας αλλά προς την μεριά μας της κοινωνικής επανάστασης . 

 Ώμος όταν δεν συμβαίνει αυτό βρίζουμε τους καταπιεσμένους –  εκμεταλλευομένους υπεκφεύγοντας και παρακάμπτοντας την δική μας ευθύνη  και αδυναμία να προτείνουμε κοινωνικά προγράμματα και συνεκτικές κοινωνικές  δομές,  έτσι ανυψωνόμαστε πάνω από την τάξη μας αποκτώντας μια ελιτίστικη αριστοκρατική νοοτροπία. Είμαστε κατηγορηματικά αντίθετη με αυτή την νοοτροπία, είμαστε σάρκα από την σάρκα αυτής της καταπιεσμένης εκμεταλλευομένης κοινωνίας και ότι πάθη αυτή θα πάθουμε και εμείς, κλίνοντας το προλογικό θα αναφερθούμε σε μια σοφή ρύση ενός συντρόφου και ο νοών νοείτω,  « Πιο εύκολα πεθαίνεις για της ιδέες σου παρά ζώντας με αυτές » . 

3 Ο Αλμπέρ Καμί  γράφει: «… Από το κίνημα εξέγερσης γεννιέται, έστω και συγκεχυμένα η συνειδητοποίηση: Η αντίληψη που ξεπροβάλλει ξαφνικά πως μέσα στον άνθρωπο υπάρχει κάτι με το οποίο ο άνθρωπος μπορεί να ταυτιστεί έστω και προσωρινά. Μέχρι τώρα αυτός ο συνταυτισμός δεν είχε γίνει αντιληπτός. Ο δούλος άντεχε όλες τις υπερβολικά άδικες πράξεις πριν την εξέγερση. Συχνά μάλιστα είχε δεχτεί χωρίς να αντιδράσει διαταγές πιο καταπιεστικές από εκείνη που προκάλεσε την άρνησή του.  Έκανε υπομονή απωθώντας τες ίσως μέσα του αλλά μια και σώπαινε συνέχισε να δείχνει περισσότερο ενδιαφέρον για τα άμεσα συμφέροντα του παρά για τη συνειδητοποίηση των δικαιωμάτων του. 
  
 Χάνοντας την υπομονή του, με την ανυπομονησία μπορεί να αρχίσει ένα κίνημα που μπορεί να επεκταθεί σε κάθε τι που αποδεχόταν μέχρι τότε. Αυτή η ορμή δρα σχεδόν πάντα αναδρομικά. Ο σκλάβος τη στιγμή που απορρίπτει την ταπεινωτική διαταγή του αφέντη του απορρίπτει και την ίδια την ιδιότητα του σκλάβου. Το κίνημα εξέγερσης τον οδηγεί πιο πέρα από την απλή άρνηση. Ξεπερνά ακόμη και το όριο που έθετε στον αντίπαλό του ζητώντας τώρα να τον μεταχειρίζονται ως ίσο …».
  

Γιώργος Μεριζιώτης




 



ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΟΜΑΔΕΣ ΣΥΓΓΕΝΕΙΑΣ

 Του Λουίς Μέρθιε Βέγα

Τα περισσότερα κείμενα που αναφέρονται στις ομάδες συγγένειας στα πλαίσια του αναρχικού κινήματος  - εννοώ εκείνα που έχουν γραφτεί από αγωνιστές του κινήματος – είναι μάλλον μαρτυρίες παρά θεωρητικοί ορισμοί. Και επειδή οι πραγματικές καταστάσεις είναι απειράριθμες και σπάνια ταυτόσημες, είναι επόμενο τα χαρακτηριστικά που συνήθως προβάλλονται να μην είναι πάντα τα ίδια.  Ας δούμε, όμως, ποια είναι τα κοινά σημεία στα οποία συμπίπτουν πολλοί συγγραφείς – απ΄ αυτούς, τουλάχιστον, που εγώ γνωρίζω – όταν προσπαθούν να ορίσουν τις ομάδες συγγένειας.

Αυτή καθαυτή η ιδέα της συγγένειας δεν έχει διευκρινιστεί εντελώς. Συγγένεια ιδεών ή συγγένεια ιδιοσυγκρασιών ;  Ή αναγκαστικά και τα δύο ; Στους κύκλους των αναρχικών, λέει ο Σεμπαστιάν Φορ1, η λέξη συγγένεια ‘’εκφράζει την τάση που ωθεί τους ανθρώπους να συσπειρώνονται με βάση την ομοιότητα των επιθυμιών, τη συμφωνία ως προς την ιδιοσυγκρασία και τις ιδέες τους.
Και μέσω της ελευθεριακής σκέψης και δράσης, οι αναρχικοί αντιπαραθέτουν τον αυθορμητισμό και την αυτονομία, στοιχεία με βάση τα οποία πραγματοποιούνται αυτές οι προσεγγίσεις και δημιουργούνται αυτές οι ομάδες, στην υποχρεωτική συνοχή και την καταναγκαστική συνένωση που καθορίζονται από το υφιστάμενο κοινωνικό περιβάλλον’’. 

 Ωστόσο, δεν είναι τόσο ξεκάθαρη αυτή η εξήγηση ‘ γιατί μπορεί να κανείς να αναρωτηθεί : πώς, δηλαδή, ξεφεύγουν οι αναρχικοί από το ‘’υφιστάμενο κοινωνικό περιβάλλον’; Ο Μάρραιη Μπούκτσιν αναζητά την ιστορική καταγωγή της ομάδας συγγένειας και κατά παράδοξο τρόπο, την ανακαλύπτει σε μια σχετικά πρόσφατη εποχή, στην Ισπανία : ‘’ Η αγγλική έκφραση affinity group αποτελεί μετάφραση του grupo de affinidad, που στην Ισπανία σήμαινε το βασικό οργανωτικό κύτταρο της Ιβηρικής Αναρχικής ομοσπονδίας, του πυρήνα των πιο ιδεαλιστών αγωνιστών της CNT, της μεγάλης αναρχοσυνδικαλιστικής συνομοσπονδίας’’. 2 Ο ορισμός του είναι πολύ πρωτότυπος : ‘’ ένα είδος διευρυμένης οικογένειας, στην οποία οι δεσμοί συγγένειας αντικαθίσταται με τις στενές ανθρώπινες σχέσεις που βασίζονται στις κοινές επαναστατικές ιδέες και στην κοινή επαναστατική πρακτική’’ 

Εδώ επανεμφανίζεται η συγγένεια των ιδεών, ενώ η συγγένεια ως προς τη συμπεριφορά εκδηλώνεται σαν ‘’ επαναστατικός τρόπος καθημερινής ζωής’’.
Η ομάδα δημιουργεί έναν ελεύθερο χώρο όπου οι επαναστάτες μπορούν να ξαναφτιάξουν τους εαυτούς τους, τόσο ως άτομα όσο και ως κοινωνικά όντα’’. Πράγμα που μας ξαναφέρνει, με μεγαλύτερη ακρίβεια, στις παρατηρήσεις του γερο – Σεμπαστιέν : η ομάδα κατορθώνει να ξεφύγει από το ‘’κοινωνικό περιβάλλον’’. Ο Μπούκτσιν βεβαιώνει ότι μπορεί να συγκρίνει την ομάδα συγγένειας, όπως λειτουργούσε κατά τη δεκαετία του ΄30 στην Ισπανία (τηρουμένων όλων των αναλογιών και λαμβανομένων υπόψη των συγκυριών), με τις μορφές οργάνωσης που υιοθετήθηκαν από τους βορειοαμερικανούς  ‘’ριζοσπάστες’’, ‘’κοινόβια’’, ‘’οικογένειες’’, ‘’κολεκτίβες’’

Στην περίπτωση των αγωνιστών των Ομόσπονδων Αναρχικών Ομάδων Ιταλίας, η έμφαση δίνεται στις κοινές ιδέες : οι παραδοσιακές ομάδες συγγένειας ‘’έχουν κοινές ιδέες από γενική όσο και ειδική άποψη, μπορούν … να έχουν συνοχή ως προς τις βασικές αρχές του αναρχισμού και να είναι ταυτόχρονα αποτελεσματικές … ως προς τη λήψη των αποφάσεων ‘’ 3 . Ωστόσο, προσθέτουν: ‘’ η ομάδα συγγένειας έχει συγγένεια ως προς τις ιδέες και απαιτεί επίσης και την πλήρη ανάμιξη σε προσωπικό επίπεδο – πράγμα που είναι απαραίτητο αν λάβουμε υπόψη μας ότι η ομάδα δεν είναι μια ‘’επιχείρηση’’ αλλά η από κοινού βίωση των αγώνων και των συγκρούσεων και σαν τέτοια αφορά και απασχολεί μεγάλο μέρος της προσωπικής ζωής του ατόμου’’.  

Ξανασυναντάμε εδώ το διπλό χαρακτήρα της ομάδας συγγένειας, αν και οι Ο.Α.Ο. αντιλαμβάνονται αυτή την ομάδα ως το ‘’θεμελιακό οργανωτικό βήμα’’ του αναρχισμού, δηλαδή, ένα βασικό στοιχείο για τη δημιουργία μιας ομοσπονδίας, ενώ ο Μάρραιη Μπούκτσιν λέει : ‘’ (οι ομάδες) μπορούν εύκολα να ομοσπονδοποιηθούν …’’ Μια πρώτη παρατήρηση : οι συγγραφείς αυτοί αντιλαμβάνονται την ομάδα συγγένειας ως φυσική μορφή οργάνωσης και δεν εξετάζουν τα πιθανά μειονεκτήματά της. Ξεκινούν από μια διαπιστωμένη πραγματικότητα και έχουν την τάση ν΄ αποκαλύπτουν σ΄ αυτή μόνο προτερήματα. Δεν τους τίθεται το πρόβλημα να εξετάσουν αν είναι η κοινότητα των ιδεών που χρησιμεύει ως πόλος οργανωτικής συσπείρωσης  ή οι προσωπικές σχέσεις. 

Αν όμως, το βασικό είναι η κοινότητα των απόψεων, δεν μπορούμε να  καταλάβουμε σε τι διαφέρει – περιοριζόμαστε αποκλειστικά και μόνο στον τρόπο συνένωσης  - μια αναρχική ομάδα από οποιαδήποτε άλλη οργάνωση ιδεολογικού χαρακτήρα. Αν αυτό που κυριαρχεί είναι οι συναισθηματικοί δεσμοί, με βάση μια περισσότερο ή λιγότερο καθαρή ελευθεριακή άποψη, τότε η εσωτερική λειτουργία και ο λόγος ύπαρξης μιας ομάδας θα έχουν πολύ ειδικό χαρακτήρα. Πράγματι η αοριστία όσον αφορά την καταγωγή και τους σκοπούς της ομάδας συγγένειας καθορίζει και το διφορούμενο ρόλο της : είναι στοιχείο επέμβασης στην κοινωνία ή αντικοινωνία;  Μέσα στην κοινωνία ή έξω από αυτή ; Ερώτηση που δεν είναι κατ΄ ανάγκη κριτική ούτε και επιθετική, αλλά απλά ζητά περισσότερες διευκρινίσεις.

Ένα δεύτερο στοιχείο για τον ορισμό των ομάδων συγγένειας είναι το μέγεθός τους. Ο Μπούκτσιν λέει : ‘’Κάθε ομάδα συγγένειας σκόπιμα κρατιέται μικρή ώστε να επιτρέπει όσο γίνεται πιο στενές σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της ‘’, και ,’’λόγω των χαρακτηριστικών της η ομάδα συγγένειας έχει την τάση να ενεργεί με τρόπο μοριακό’’. Οι Ομόσπονδες Αναρχικές Ομάδες, λένε;  ‘’… ένας πυρήνας αγωνιστών που είναι αρκετά μικρός ώστε να διασφαλίζεται η ενεργός συμμετοχή όλων στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και αρκετά ευρύς για να περιλαμβάνει ποικιλία προσωπικών εμπειριών και αγώνων ‘’. Επίσης :‘’μόνο οι μικροί πυρήνες … μπορεί να είναι συνεπείς και να έχουν συνοχή …’’.

Νέα παρατήρηση και νέο ερώτημα: εφόσον οι ομάδες συγγένειας, για να λειτουργούν καλά, δηλαδή, για να μπορούν τα μέλη τους να συμμετέχουν ουσιαστικά στις αποφάσεις και τις δραστηριότητες, πρέπει να είναι μικρές, να περιλαμβάνουν πολύ μικρό αριθμό μελών – μήπως αυτό συμβαίνει γιατί κάθε πολυμελής οργάνωση εγκυμονεί τους κινδύνους της ιεραρχικοποίησης και της γραφειοκρατικοποίησης; Είναι πιθανό. Τότε, λοιπόν, αυτή η διαπίστωση θα πρέπει να ισχύει για κάθε ‘’λαϊκή’’ οργάνωση και, επομένως, θα έχει πολύ σημαντικές συνέπειες για τον καθορισμό μιας ελευθεριακής τακτικής ή στρατηγικής. Γιατί, τέλος, αν μεταξύ συντρόφων πρέπει να λαμβάνονται όλα τα μέτρα ώστε να αποφεύγεται ο εκφυλισμός κυρίαρχοι / κυριαρχούμενοι, τότε ποιες προφυλάξεις θα πρέπει να λαμβάνονται στις οργανώσεις που συγκεντρώνουν χιλιάδες ανθρώπινα όντα τα οποία δεν υποψιάζονται τους εξουσιαστικούς κινδύνους;

Ο Μπούκτσιν, λογουχάρη, λέει σχετικά με τις ομάδες συγγένειας: ‘’…μπορούν να δημιουργούν προσωρινές επιτροπές δράσης (σαν αυτές των γάλλων φοιτητών και εργατών το 1968) για να συντονίζουν συγκεκριμένους στόχους. Πάνω από όλα, όμως, οι ομάδες συγγένειας είναι ριζωμένες στο λαϊκό κίνημα’’. Ένα λαϊκό κίνημα αδιάφθορο, αθώο; Χωρίς κόμματα, χωρίς συγκεντρωτικά συνδικάτα, χωρίς ηγέτες;

Επομένως, ερχόμαστε στο τρίτο κοινό σημείο των περισσότερων ορισμών: στο ρόλο των ομάδων συγγένειας μέσα στην κοινωνική ζωή. Κατά κάποιον τρόπο, συμπεραίνεται η – ιδεώδης – πρακτική των ομάδων συγγένειας μέσα από την – εξιδανικευμένη – εικόνα των λαϊκών κινημάτων. Σεμπαστιέν Φορ: ‘’…άνθρωποι που ανήκουν στην ίδια τάξη, που συνδέονται αναγκαστικά χάρη στα κοινά τους συμφέροντα, που υφίστανται τους ίδιους εξευτελισμούς, τις ίδιες στερήσεις, που έχουν τις ίδιες ανάγκες, τις ίδιες επιθυμίες, που επομένως διαμορφώνουν σιγά – σιγά την ίδια ιδιοσυγκρασία και την ίδια νοοτροπία, που η καθημερινή τους ύπαρξη καθορίζεται από την υποδούλωση και την ίδια εκμετάλλευση, που τα όνειρά τους, κάθε μέρα και πιο συγκεκριμένα, καταλήγουν στο ίδιο ιδανικό, που πρέπει να αγωνιστούν ενάντια στους ίδιους εχθρούς, που βασανίζονται από τους ίδιους τυράννους, που βλέπουν τους εαυτούς τους να στενάζουν κάτω από το νόμο των ίδιων των αφεντικών και να γίνονται θύματα της απληστίας των ίδιων κερδοσκόπων.

Οι άνθρωποι αυτοί καταλήγουν σιγά – σιγά να σκέφτονται, να αισθάνονται, να θέλουν, να ενεργούν σε συμφωνία και αλληλεγγύη μεταξύ τους, να εκπληρώνουν τα ίδια καθήκοντα, να αναλαμβάνουν τις ίδιες ευθύνες, να κάνουν τον ίδιο αγώνα και να ενώνουν τα πεπρωμένα τους σε τέτοιο σημείο ώστε, τόσο στη νίκη όσο και στην ήττα, η τύχη του καθένα να είναι στενά συνδεδεμένη με την τύχη των υπολοίπων: εκούσια συνοχή, εθελοντική συνένωση με την τύχη των υπολοίπων: εκούσια συνοχή, εθελοντική συνένωση, κοινά αποδεκτή συσπείρωση. Εδώ ακριβώς εκδηλώνεται όλη η δυναμική της συγγένειας που απορρέει από την αναλογία των ιδιοσυγκρασιών, τη συγγένεια των επιθυμιών, τη συμφωνία των ιδεών’’. Ο Μπούκτσιν: ‘’Οι ομάδες συγγένειας θέλουν να λειτουργούν ως καταλύτες μέσα στα πλαίσια του λαϊκού κινήματος…’’.

Οι Ο.Α.Ο. προσφέρουν περισσότερες διευκρινήσεις τόσο ως προς τη σχετικότητα του ‘’αυθόρμητα ελευθεριακού’’ χαρακτήρα των λαϊκών κινημάτων όσο και ως προς τον ιδιαίτερο ρόλο των αναρχικών ομάδων: ‘’το ξέσπασμα των λαϊκών τάσεων για ισότητα και ελευθερία είναι βραχύχρονο φαινόμενο, εκτός και αν αποκτήσει τη δυνατότητα αυτοέκφρασης με αρκετές αυτόνομες οργανώσεις’’ 4. Πιο κάτω: ‘’Οι αναγκαίες υποκειμενικές συνθήκες για μια ελευθεριακή κοινωνική επανάσταση μπορούν σχηματικά να περιγραφούν σαν η μάξιμουμ εφικτή ποσοτική και ποιοτική ανάπτυξη του αναρχικού κινήματος… και της οργανωμένης ελευθεριακής παρουσίας στην κοινωνική σύγκρουση και η μάξιμουμ εφικτή διάδοση της κριτικής επίγνωσης και του εξεγερσιακού πνεύματος ενάντια στην εξουσία’’ 5. Και έτσι, στις διαφορετικές αυτές ερμηνείες, εντοπίζουμε ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά: η ομάδα συγγένειας είναι βασικό στοιχείο του αναρχικού κινήματος. Η συγγένεια είναι διπλή: ιδέες και δεσμοί συντροφικότητας· συσπειρώνει μικρό αριθμό αγωνιστών· συνδέεται με τα λαϊκά κινήματα χειραφέτησης.

Παρ’ όλες αυτές τις ομοιότητες, όμως, καταλαβαίνουμε ότι οι σημασίες που δίνονται στον όρο είναι διαμετρικά αντίθετες, οι σκοποί διαφορετικοί, οι προοπτικές ανόμοιες. Όλοι παραδέχονται μια πραγματική κατάσταση: την ύπαρξη μιας παράδοσης ομάδων συγγένειας. Και ξεκινούν από αυτή την διαπίστωση για να προσδώσουν στις ομάδες συγγένειας έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα, συγκεκριμένους σκοπούς, διαφορετικούς τρόπους λειτουργίας. Εδώ ακριβώς υπάρχει μια ασάφεια που είναι καλό να την ξεκαθαρίσουμε.

 

Η ΠΡΑΚΤΙΚΗ

Η διαχωριστική γραμμή δε φαίνεται να βρίσκεται στις ερμηνείες αλλά, πολύ περισσότερο, στο εσωτερικό της ομάδας συγγένειας. Ανάλογα με το αν χαρακτηρίζεται από μια έντονη εσωτερική ζωή ή από μια δραστηριότητα που, κατά βάση, στρέφεται προς τον εξωτερικό κόσμο, η ομάδα συγγένειας είναι χώρος, καθαυτό κοινωνία, ή όργανο πάλης ενάντια στην υφιστάμενη κοινωνία, με άλλα λόγια: παράγοντας οικοδόμησης μιας άλλης κοινωνίας. Θα αναφέρουμε δυο ακραία παραδείγματα: η ομάδα – οικογένεια του Μπούκτσιν έχει ελάχιστη σχέση με την ομάδα ακτιβιστών των Ο.Α.Ο.  Η διαπίστωση αυτή δεν υπονοεί ότι η ομάδα – οικογένεια δεν μπορεί να δράσει προς τα έξω, ούτε ότι η ομάδα ακτιβιστών δεν υφίσταται την επίδραση των προσωπικών σχέσεων που υπάρχουν ανάμεσα στα μέλη της.

Το σημαντικό είναι να καταλάβουμε ότι έχουν διαφορετικούς λόγους ύπαρξης και αντικειμενικούς στόχους. Ωθώντας την ανάλυσή μας μέχρι τα άκρα, αλλά εξακολουθώντας να αναφερόμαστε σε παρατηρήσιμες εμπειρίες ή συμπεριφορές: η  ομάδα – οικογένεια μπορεί τελικά να ατονήσει σε τέτοιο σημείο ώστε να γίνει ένας χώρος περιστασιακής συνάντησης για ‘’απελευθερωμένα’’ άτομα. Ενώ η ομάδα ακτιβιστών μπορεί κάλλιστα να μετασχηματιστεί σε μικροκόμμα.

Όταν ο Ρισάρ Γκομπέν 6 επιχειρεί να αντιπαραθέσει την έννοια, και την πρακτική, της προπολεμικής αναρχικής ομάδας σε αυτήν του α τ ό μ ο υ  που συμμετέχει στο ‘’ριζοσπαστικό’’ κίνημα της δεκαετίας του 1960, αποσαφηνίζει ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πρώτης (κάπως γελοιογραφικά, βέβαια): ‘’Μόνον η  ο μ ά δ α  θεωρείται ως δομή αμφισβήτησης ή εξέγερσης. Στις συνθήκες του μεσοπολεμικού καπιταλισμού, μόνο η  ε π έ μ β α σ η  της ομάδας στην κοινωνία, στην κοινωνική πραγματικότητα, έδειχνε να έχει κάποια πιθανότητα επιτυχίας… Η επανάσταση εθεωρείτο ως γεγονός που αφορούσε το απώτερο μέλλον, αλλά η ομάδα ζούσε μόνο σε σχέση με αυτό το υποτιθέμενο γεγονός… Τόσο λόγω των προκαταλήψεων και των παραδόσεων της όσο και λόγω των  π ρ ο σ ω π ι κ ώ ν σχέσεων των μελών της – στάση απέναντι στις γυναίκες, τα παιδιά, την ομοφυλοφιλία, την ηθική γενικά. Οπωσδήποτε, υπήρχαν και μεμονωμένες εμπειρίες ομαδικής ζωής, ελεύθερης ερωτικής ζωής, κτλ.  Επρόκειτο όμως για περιθωριακές και όχι αντιπροσωπευτικές περιπτώσεις’’.

Ενώ ‘’ο αντιεξουσιαστής επαναστάτης έχει μια αμφισβητησιακή πρακτική ως  ά τ ο μ ο  και σε όλα τα επίπεδα της ζωής του… θ΄ αμφισβητήσει την εξουσία και τις επιθέσεις του αφεντικού ή τις πατριωτικές εκκλήσεις των πολιτικών, συνδικαλιστικών ή πνευματικών αρχηγών. Στο μέτρο που θα συναντήσει άτομα που σκέφτονται και δρουν όπως αυτός (στο σχολείο, στον έρωτα, στη δουλειά, στις διακοπές), θα αισθάνεται λιγότερο την ανάγκη της ομάδας’’. Και καταλήγει: ‘’Γενιές και γενιές αναρχικών θεωρούσαν την επανάσταση κάτι σαν μια μεγάλη γιορταστική βραδιά, σαν ένα αποκαλυπτικό, μοναδικό γεγονός που θα οδηγούσε στην εμφάνιση μιας εντελώς καινούριας κοινωνίας. Η επανάσταση από δω και πέρα, νοείται ως μια σειρά πράξεων άρνησης, ρήξης και αναγκαίας δημιουργίας. Το τελικό γεγονός που θα ανατρέψει την παλιά τάξη πραγμάτων φαίνεται δευτερεύον. Δευτερεύον γιατί το περίβλημα της καταπιεστικής κοινωνίας (το κράτος της, οι αρχές της, οι θεσμοί της) θα σπάσει πολύ φυσικά όταν θα έχει αλλάξει το περιεχόμενό της: το ζήτημα της εξουσίας που ασκείται από τα πάνω προς τα κάτω θα λυθεί με την ανάληψη όλων των εξουσιών από τη βάση’’. Δεν πρόκειται πια για μια μεγάλη γιορταστική βραδιά αλλά για μια εποχή από θριαμβευτικά πρωινά!

Ας προσπαθήσουμε να δούμε αν η συμμετοχή σε μια ομάδα, κατά τη δεκαετία του ΄30, σήμαινε και την αποδοχή κάποιων καθαρά αστικών προκαταλήψεων, παραδόσεων και ηθικών συμπεριφορών · θα πρέπει να θυμηθούμε ότι η ανυποταξία, η λιποταξία, η παρανομία, οι αντισυλληπτικές πρακτικές, οι αγώνες στα εργαστήρια και τα εργοστάσια, οι σώμα-με-σώμα συμπλοκές με τους σταλινικούς και τις ακροδεξιές ομάδες κτλ., ήταν στοιχεία της καθημερινής ζωής των αγωνιστών και όχι απλά θέματα στείρων συζητήσεων για κυριακάτικες συγκεντρώσεις. Το σημαντικό σ΄αυτή τη συλλογιστική είναι ότι σήμερα θεωρείται  εφικτό να βιώσει κανείς την αμφισβήτηση ως άτομο και ότι η συσσώρευση των αρνήσεων θα έχει σαν αποτέλεσμα να καταστήσει εντελώς ανίσχυρη την εξουσία.

Για άλλη μια φορά, πρόκειται για ένα είδος  θ ε ω ρ η τ ι κ ο π ο ί η σ η ς  μιας συμπεριφοράς. Μιας συμπεριφοράς που είναι πραγματική, τόσο σε ατομικό επίπεδο όσο και σε αυτό των ομάδων- οικογενειών, αλλά μόνο σε περιστασιακές και περιορισμένες συνθήκες: σε  μια ανεκτική κοινωνία με σχετική αφθονία, δηλαδή, σε ορισμένες βιομηχανικές και μεταβιομηχανικές περιοχές του κόσμου. Δεν πρόκειται για το άτομο ή την ομάδα-οικογένεια που αγωνίζεται, επιβάλλεται, και καταβάλει την εξουσία, αλλά για την κοινωνία που επιτρέπει και κατέχει τα μέσα για να επιτρέπει κάτι τέτοιο. (Σε μια χώρα όπως η Γαλλία, όπου η γενική επιστράτευση εθεωρείτο η βάση της εθνικής άμυνας, η λιποταξία ήταν αδίκημα που επέφερε αυστηρότατες ποινές, ακόμη και σε καιρό ειρήνης. Σήμερα, οι νέες συνθήκες μιας ένοπλης σύγκρουσης συντελούν ώστε να είναι εφικτή η διαπραγμάτευση της θέσης των αντιρρησιών συνείδησης. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο αγώνας των ανυπότακτων και των αντιρρησιών συνείδησης δεν είναι χρήσιμος ή δύσκολος, αλλά ότι η ελευθεριακή τακτική  και στρατηγική δεν μπορούν να αγνοούν την πρακτική λειτουργία της κοινωνίας.)

Ακόμη πιο σημαντική είναι η τάση που υπάρχει προς μια κάποια α-κοινωνία· αυτή την αντίληψη και τη συμπεριφορά την ξαναβρίσκουμε σε αρκετές από τις υπάρχουσες ομάδες-οικογένειες. Πρόκειται για την ιδέα και την πρακτική ότι δε χρειάζεται να καταπολεμήσουμε την ιεραρχική και καταπιεστική κοινωνία αλλά να την αγνοήσουμε, να την παρακάμψουμε, να την αποφύγουμε όσο είναι δυνατό. Και έτσι καταλήγουμε εύκολα σε ένα είδος carpe diem, ‘’απεριόριστης απόλαυσης’’, πράγμα που δεν είναι, βέβαια, καθόλου καταδικαστέο, αλλά δε δίνει καμιά απάντηση στα προβλήματα του αγώνα ενάντια σε μια κοινωνία που, τόσο στη Δυτική Ευρώπη όσο και στη Βόρειο Αμερική, δε δίνει την παραμικρή προσοχή σ΄ αυτήν τη μορφή περιθωριοποίησης, υποπροϊόν της κοινωνίας της αφθονίας.

Μόνο όταν η άρνηση δεν είναι υποχώρηση ή φυγή αλλά συνειδητή θέληση για μιαν άλλη κοινωνία και σαφής άρνηση της υπάρχουσας κοινωνίας, μόνο τότε γίνεται ξεκάθαρος ο αγώνας. Αντίληψη που συσκοτίζεται τόσο πολύ ώστε να εξαφανίζεται εντελώς όταν οι συνέπειες της αφθονίας και η εκμετάλλευσή τους επιτρέπουν να γίνεται σύγχυση ανάμεσα στην πάλη ενάντια στην υπάρχουσα κοινωνία – που είναι ικανή να ενσωματώνει όσους της αντιπαρατίθενται και να μετασχηματίζεται χωρίς να οφείλει το παραμικρό στις επαναστατικές επιθέσεις – και σε μια περιφρονητική αλλά ασήμαντη περιθωριοποίηση που δεν μπορεί να φανταστεί τον εαυτό της σε άλλες περιοχές του κόσμου.

Μια άλλη υπερβολή είναι η ομάδα ακτιβιστών που φαντάζεται ότι μπορεί να επηρεάσει ‘’την πορεία της Ιστορίας’’  χάρη σε ένα είδος μακιαβελικής πρακτικής. Θα αναφέρουμε ένα παράδειγμα: η περίεργη νοοτροπία που επικρατούσε στις τάξεις της Ελευθεριακής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας Γαλλίας (F.C.L.), κατά τη δεκαετία του 1950, και η οποία εξέφραζε τη θέληση – και την πρακτική – χειραγώγησης του ελευθεριακού κινήματος από ένα μικρό πυρήνα αγωνιστών οι οποίοι ήταν μάλλον συνένοχοι στις ραδιουργίες παρά σύντροφοι με κοινές και ξεκάθαρες ιδέες. Τα πρόβλημα, λοιπόν, είναι να δούμε μήπως η συγγένεια μας κάνει τελικά να ξεχνάμε τους λόγους ύπαρξης της ομάδας, όπως και – αντίστοιχα – μήπως η ομαδική δουλειά καταλήγει τελικά σε ένα άλλο είδος παραίτησης.

Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

Ας  αφήσουμε τους ορισμούς, κλασικούς ή και νεώτερους, και ας δούμε τι συμβαίνει συνήθως στις ίδιες τις ομάδες (οι οποίες ασπάζονται, γενικά, πολύ λίγα από τα θεωρητικά προηγούμενα). Το μεγαλύτερο μειονέκτημά τους είναι η σχεδόν ακατάσχετη τάση τους να μετατρέπονται σε κλειστή  κοινωνία, δηλαδή, να ξεχνούν πολύ γρήγορα αυτό καθαυτό το λόγο ύπαρξης τους, με άλλα λόγια: την επέμβαση στην κοινωνική σύγκρουση, την προσπάθεια κατανόησης της κοινωνίας και της εποχής ώστε να δρουν με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, την προπαγάνδα. 

Είναι αλήθεια, βέβαια,  ότι οι ομάδες σπάνια δημιουργούνται με βάση συγκεκριμένους σκοπούς. Το πιο συνηθισμένο είναι η δημιουργία ενός πυρήνα που ‘’θέλει να κάνει κάτι’’ και σιγά-σιγά μετατρέπεται σε ένα είδος οικογένειας όπου εμφανίζονται ένα σωρό προβλήματα προσωπικών σχέσεων, παρόλο που καλύπτονται από υπεράριθμες, ιδεολογικές ή τακτικές, διαφωνίες ή συμμαχίες. Το παράδοξο είναι ότι παρουσιάζεται το φαινόμενο της γραφειοκρατίας. Η ομάδα καταλήγει να ζει κλεισμένη στον εαυτό της, για τον εαυτό της, σεβόμενη ταυτόχρονα ορισμένες τυπικότητες : συμμετοχή στις γενικές καμπάνιες, πώληση και διανομή των εντύπων, συμμετοχή (με την ιδιότητα του παρατηρητή) στα συνέδρια.

Η ομάδα αυτή καθαυτή γίνεται το ουσιαστικό και οι εσωτερικές συγκρούσεις γίνονται γρήγορα το επίκεντρο όλων των συναντήσεων, όπως ακριβώς η ίδια η ασθένεια γίνεται το επίκεντρο του ενδιαφέροντος – της ζωής – ορισμένων ασθενών. Αξίζει επίσης να παρατηρήσουμε ότι τα φαινόμενα για τα οποία καταγγέλουμε την κοινωνία κάνουν ξανά την εμφάνισή τους: ο ηγετισμός σε όλες τις μορφές του, η γεροντοκρατία, ο διαχωρισμός σε ομιλούντες και ακούοντες.

Σε ένα τεύχος του Lanterne Noire 7 , ένας αρθρογράφος, που φαίνεται ότι έχει μεγάλη πείρα από τη ζωή των ομάδων και τις εξετάζει από τη σκοπιά του ειδικού, υπογραμμίζει: ‘’…η ομάδα συγγένειας δεν αποτελεί εναλλακτική λύση ενάντια στους κινδύνους της οργάνωσης. Η κυριαρχία, που διώχνεται από την πόρτα, ξαναμπαίνει από το παράθυρο’’. Παρακάτω όμως: ‘’… είναι γεγονός ότι ορισμένες δραστηριότητες προπαγάνδας και ιδεολογικής επεξεργασίας διευκολύνονται χάρη στην ύπαρξη της μικρής ομάδας συγγένειας · ταυτόχρονα, έχουμε το πολύ θετικό γεγονός της από κοινού δραστηριότητας των ατόμων που συσπειρώνονται τόσο λόγω ενός κοινού επαναστατικού προγράμματος όσο και λόγω ιδιοσυγκρασίας ή συναισθηματισμού’’. Πρόκειται για διαπίστωση (μόνο τα συγκεκριμένα παραδείγματα θα μπορούσαν να την αποσαφηνίσουν) ή για ευχή;  ΄Η πάλι, για συγκεκριμένη αναφορά σε μια παράδοση που ξέρουμε ότι είναι δύσκολη να αλλάξει;

Οι άμεσες παρατηρήσεις που ακολουθούν είναι, στην ουσία, ελάχιστα αρεστές: ‘’… Αυτή καθαυτή η δομή της ομάδας συγγένειας , όπως και κάθε πρωτογενούς ομάδας – οικογενειακής ή ιδεολογικής – αναπτύσσει διαπροσωπικούς δεσμούς έντονα φορτισμένους συναισθηματικά – στους οποίους ο έρωτας και το μίσος παίζουν το συνηθισμένο τους κρυφτό – όπου το φαντασιωσικό περιεχόμενο (ασυνείδητο, απωθημένο) δομείται πάνω στην πατριαρχική κυριαρχία’’. …’’Ο αγώνας για την εξουσία στα πλαίσια της ομάδας είναι κάπως αφανής και συνήθως ασυνείδητος. Ο ηγετισμός φαίνεται ότι κεντροθετείται στα προς εκτέλεση καθήκοντα και όλοι οι ανταγωνισμοί έχουν την τάση να παίρνουν ιδεολογική μορφή. Η βιαιότητα, όμως, των συγκρούσεων που ξεσπούν και η συχνότητα που χαρακτηρίζει τη διάλυση αυτών των ομάδων δείχνουν ότι βασίζονται αποκλειστικά σε συναισθηματική βάση’’.

Αυτά όσον αφορά την κατάσταση στο εσωτερικό των ομάδων. Αν εξετάσουμε τη συμπεριφορά της ομάδας σε σχέση με τον έξω κόσμο, θα συναντήσουμε άλλα φαινόμενα. Το πρώτο από αυτά αναφέρεται στη σχεδόν ανυπέρβλητη δυσκολία να διευρυνθεί ο αρχικός πυρήνας: τόσο γιατί, παρά τη δεδηλωμένη επιθυμία για επιδίωξη της διεύρυνσης ή της προσχώρησης νέων μελών, η ίδια η ζωή του πυρήνα προκαλεί την απόρριψη, το φόβο ότι η διεύρυνση θα διαταράξει την ‘’οικειότητα’’ των παλιών μελών, όσο και γιατί έχει γίνει η συγκεκριμένη επιλογή της μη διεύρυνσης.

Το άλλο φαινόμενο μπορεί να χαρακτηριστεί σαν το οδυνηρό ξύπνημα. Εμφανίζεται όταν τα γεγονότα τοποθετούν την ομάδα μπροστά στην αναγκαιότητα να έλθει σε επαφή με τη συνολική κοινωνία, να λάβει πολύ απλά υπόψη της τις φιλικές ή εχθρικές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις. Τότε αυτή η ανακάλυψη καταστρέφει την ενότητα, την αλληλεγγύη, την εσωτερική συνοχή και ανοίγει το δρόμο σε ένα σωρό παλινδρομήσεις – πολλές φορές συλλογικές, αν αυτό που προέχει είναι η συγγένεια – ή οι προσαρμογές που δεν έχουν σχεδόν καμιά σχέση με τις διακηρυγμένες ιδέες. 

 Η ακτινοβολία της ομάδας δεν έχει την ίδια ένταση με εκείνη της κοινωνίας. Όσο για αυτό που ονομάζεται προδοσία, τις περισσότερες φορές δεν είναι παρά η επιστροφή του αγωνιστή στον εξωτερικό κόσμο, ενός αγωνιστή που είναι τόσο γυμνός και τυφλός όσο και κάθε άλλος άνθρωπος, και επίλεκτο θύμα των εξωτερικών μηχανισμών προπαγάνδας που είναι ικανοί να υπερθεματίζουν ως προς τα μεγάλα ανθρωπιστικά ιδανικά και ταυτόχρονα να στήνουν τις ίδιες αιώνιες παγίδες για τους ηλίθιους.

Επιπλέον, ακόμη και όταν τα ίδια τα γεγονότα συμβάλουν στην εμφάνιση ισχυρών ελευθεριακών κινημάτων, που αναδύονται από τις αντιθέσεις μιας πραγματικά αποπνικτικής κοινωνίας, οι ομάδες σπάνια ‘’βρίσκονται μέσα στα πράγματα’’. Συνήθως, ζουν κλεισμένες στον εαυτό τους και όχι σαν μέλη της κοινωνίας που καιροφυλακτούν ενάντιά της. Αυτό έγινε το 1968 και αναμφίβολα το 1977. Στη Γαλλία και στην Ιταλία.

ΕΝ ΕΙΔΗ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΟΣ

Ας αφήσουμε τις επικρίσεις και τις θρηνολογίες. Ελλείψει ξεκάθαρου ορισμού όσον αφορά το τι είναι τελικά οι ομάδες συγγένειας, μπορούμε να πούμε ότι υπάρχουν και δρουν σύμφωνα με τη θέληση των αγωνιστών που τις αποτελούν – αλήθεια που υπάρχει η τάση να ξεχνιέται στις διάφορες πολεμικές που γίνονται με βάση δογματικά επιχειρήματα. Μπορούμε επίσης να υποστηρίξουμε ότι η αξία τους όσον αφορά τον αναρχισμό υπολογίζεται με ηθικά κριτήρια και κριτήρια αποτελεσματικότητας, ακόμη και όταν η έμφαση δίνεται στις ‘’συγγένειες’’. Σε τελευταία ανάλυση, απ΄ τις αναρχικές ομάδες της Βαρκελώνης, κατά τη δεκαετία του ’30, αναδείχθηκαν τόσο αγωνιστές που στάθηκαν στο ύψος των καλύτερων παραδόσεων του αναρχισμού όσο και υπουργοί και συνταγματάρχες. Εξαιτίας αυτών των προηγούμενων, η άκριτη γενίκευση της συναισθηματικής αλληλεγγύης γίνεται ύποπτη. Η συγγένεια μπορεί να θριαμβεύσει σε βάρος των πεποιθήσεων.
   
Το καλύτερο είναι να αρχίσει μια προσπάθεια για τη διάλυση της σύγχυσης που δε χρησιμεύει σε κανέναν. Είμαστε απόλυτα δεκτικοί και μερικές φορές ενθουσιώδεις όταν βλέπουμε να δημιουργούνται κοινότητες που επιδιώκουν, μέσα από τις προσωπικές εμπειρίες των μελών τους, να διαμορφώσουν μια όσο γίνεται πιο ελεύθερη και χειραφετημένη συλλογική ζωή. Στην προκειμένη περίπτωση, αντιμετωπίζουμε ελευθεριακά πειράματα με αναμφισβήτητη αξία. Είναι μορφές αντικοινωνίας στο παρόν, όπου η συμπάθεια, η φιλία και η αλληλεγγύη είναι ουσιαστικοί παράγοντες για τη λειτουργία τους. Τα μέλη τους, σε καμιά περίπτωση, δεν αποκλείονται από τις άλλες μορφές οργάνωσης που έχουν άλλους σκοπούς, μολονότι τίθεται, φυσικά, το πρόβλημα της προτεραιότητας ως προς τις επιλογές και το πρόβλημα της ‘’εξάρτησης’’ που συνεπάγεται η κοινοβιακή ζωή. Θα πρέπει να ελπίζουμε ότι τα μέλη αυτών των ομάδων θα έχουν ξεκάθαρη αντίληψη όσον αφορά τη νοοτροπία και τη συμπεριφορά τους και ότι καθένας τους θα κατανοεί τη σημασία καθώς και τα όρια του τρόπου ζωής του και των προσπαθειών του.

Όπως και όταν η προτίμηση στρέφεται προς την ομάδα ακτιβιστών, είναι χρήσιμο για όλους να ξέρουν ποιοι είναι οι άμεσοι, καθώς και οι μακροπρόθεσμοι, σκοποί της οργάνωσης. Πρέπει να φροντίσουμε, σε όλες τις περιπτώσεις, να μην συγχέουμε την εκούσια δράση πάνω και μέσα στην κοινωνία με τη θεωρητικοποίηση μιας αντανάκλασης ή ενός υποπροϊόντος αυτής της κοινωνίας. Παρατήρηση που ισχύει για όλες τις επιτροπές, τις ενώσεις, τις κολεκτίβες και όλων των ειδών τις ομάδες, που δημιουργούνται για να πραγματώσουν κάποιο σκοπό. Κάτι τέτοιο επιτρέπει τη σύγκριση σκοπών και αποτελεσμάτων.


Σημειώσεις:

  1. Encyclopédie Anarchiste. Βλ. Λήμμα Affinité (συγγένεια).
  2. M. Μπούκτσιν,’Άκου Μαρξιστή!’’ Μετ.:’Όμιλος Βανδάλων Θεσ/κης, Εκδόσεις Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1974, σελ. 66-69 (Σημείωση πάνω στα grupos de afinidad ).
  3. Πρόγραμμα των Ομόσπονδων Αναρχικών Ομάδων Ιταλίας, κεφ. : Ομάδες και Ομοσπονδίες.
  4. Πρόγραμμα των Ομόσπονδων Αναρχικών Ομάδων Ιταλίας, κεφ. : Η Ελευθεριακή Επανάσταση.
  5. Στο ίδιο.
  6. Société et Contre-société, Lidrairie Adversaire, Communauté de Travail du CIRA.
  7. ‘’Η Ειδική Αναρχική Οργάνωση’’, La Lanterne Noire Νοέμβριος 1976.


# Tα κείμενα έχουν πρωτοδημοσιευτεί 09/07/2012 εδώ: