Κυριακή 10 Μαΐου 2015

Ο αναρχικός χώρος το στίγμα του από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα

Αυτή η μελέτη κριτική γράφτηκε το χειμώνα του 2006 (1) από σύντροφο και αποτέλεσε πρόταση για εσωτερική συζήτηση και προβληματισμό της Πρωτοβουλίας Αναρχικών Πειραιά. Το κείμενο δεν ολοκληρώθηκε στην εμβάθυνση του, δηλαδή τι φταίει και τι είναι χρήσιμο να γίνει. Έμεινε ως μια προσπάθεια προβληματισμού, εννοείται χωρίς διάθεση απαξίωσης και υποτίμησης συλλογικοτήτων και κινήσεων στο πλαίσιο της εποικοδομητικής κριτικής, γι’ αυτό δεν είχε δει το φώς της δημοσιότητας. Από τότε αρκετά πράγματα έχουν αλλάξει στον αναρχικό χώρο, άλλα προς το καλύτερο και άλλα προς το χειρότερο.

Κάποιες από τις ομάδες ή συλλογικότητες που αναφέρονται στο τρίτο μέρος σήμερα δεν υπάρχουν, αυτό όμως δεν αναιρεί την γόνιμη κριτική που χρειάζεται να γίνει γύρω από κουλτούρες, συμπεριφορές και νοοτροπίες. Δεν πιστεύουμε ότι οι αναρχικοί είναι στο απυρόβλητο, έξω δηλαδή από την κριτική για λάθη, παραλήψεις ή ιδεοληψίες. Κριτική και αυτοκριτική λοιπόν από όλους είτε προέρχεται από συντρόφους είτε από την κοινωνία, μπας και αποκτήσει αυτογνωσία το λεγόμενο κίνημα. Εδώ να κάνω μια διευκρίνιση . Αυτό το κείμενο δεν έκφραζε όλη την πρώην πρωτοβουλία , αλλά μόνο το Γιώργο Μεριζιώτη και το Γιώργο Κυριακού.



1. Ο ΑΝΑΡΧΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ ΤΟ ΣΤΙΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ

Από την περίοδο που οι αναρχικές ιδέες που μπόλιασαν την ελληνική κοινωνία στα τέλη του 19ου αιώνα και μέχρι το τέλος του μεσοπολέμου έως τη λεγόμενη μεταπολίτευση το 1974 υπάρχει ένα κενό δράσης, ζύμωσης και διάδοσης ιδεών. Η κυριαρχία των κομμουνιστικών μαρξιστικών κομμάτων και ομάδων (με την μπολσεβίκικη λογική), έπνιξαν δομικά και ανθρωπογεωγραφικά κάθε δυνατότητα ανάπτυξης των αναρχικών ιδεών περίοδος για την οποία τα τελευταία χρόνια έχει υπάρξει μια έρευνα (π.χ. εκδόσεις Άρδην, Ελευθεριακό Αρχείο Πάρου, «Ούτε Θεός - Ούτε Αφέντης»), ήταν αυτά που κυριάρχησαν όλη αυτήν την περίοδο από προπολεμικά μέχρι και το τέλος της χούντας. Σχεδόν για χρόνια στην Ελλάδα ο προσδιορισμός «αναρχικό» συμπλήρωνε φραστικά την καταστροφολογική μανία του κράτους της δεξιάς να χτυπήσει τον κομμουνιστικό κίνδυνο, αλλά και κάθε παρέκκλιση από πρακτική του πατρίς θρησκεία οικογένεια.

Κάθε αναφορά στην αναρχία δεν μπορούσε παρά να έχει ένα αρνητικό περιεχόμενο εκτός από τους λίγους φιλομαθείς που είχαν εγκυκλοπαιδικές γνώσεις και από λίγους πάλι αγωνιστές, όπως ο Στίνας ή Ταμτάκος, που μπόρεσαν κάτι (όσα δεν πρόλαβε να αποκαθάρει η κομματική προπαγάνδα και οι παραφυάδες της), να μάθουν για την Ισπανική Επανάσταση. Ό,τι είχε συμβεί στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν μια διάχυτη κατάσταση πλουραλισμού σε σχέση με το όραμα του σοσιαλισμού που άρχισε να μορφοποιείται με την ίδρυση του ΚΚΕ και την υπαγωγή της ΓΣΕΕ σ’ αυτό. Επομένως, η αναφορά στην αναρχία δεν θα μπορούσε να τροφοδοτήσει την ανάπτυξη της αναρχικής σκέψης ούτε καν τη συσχέτισή της με τους αγώνες. 

Μάλιστα, το κυρίαρχο πλέγμα οργανώσεων και κομμάτων που καθήλωσε την εργατική τάξη και γενικότερα τους καταπιεσμένους αλλά και τη σκέψη για την ολική χειραφέτηση, κατάφερε να απαλείψει κάθε θετική αναφορά στο έργο των αναρχικών ή συκοφαντούσε παραχαράζοντας την ιστορία τόσο του αναρχικού κινήματος οικουμενικά όσο και τη μικρή και σύντομη προσφορά των αναρχικών αγώνων στην Ελλάδα. Ούτε όμως στην Ευρώπη ήταν πολύ καλύτερα τα πράγματα. Ο φασισμός και ο σταλινισμός αφού εξόντωσαν με τα όπλα το πλειοψηφικό στην Ισπανία αναρχικό κίνημα, αφαίρεσαν και αποδυνάμωσαν κάθε ελπίδα για μια άλλη πορεία του σοσιαλισμού.

Αργότερα και με την πλήρη υπαγωγή της αριστεράς στον αντιναζιστικό-αντιφασιστικό αγώνα, έδωσαν πλήρως το χώρο για ένα όραμα όπου το κράτος θα έπαιζε όχι το ρόλο του αυτομαρασμού του αλλά της ισχυροποίησής του για όσους κίνδυνους έκρυβε η «αντίδραση». Το 1953 στην Ανατολική Γερμανία, το 1956 στην Ουγγαρία, λίγο αργότερα στην Τσεχοσλοβακία, καθώς και άλλες διαφοροποιήσεις μέσα στο σοσιαλιστικό μπλοκ που τροφοδότησαν πολώσεις εντός της αριστεράς, άνοιξαν μια συζήτηση για το ποιο κράτος θα μπορούσε να ήταν πιο ελπιδοφόρο για την παγκόσμια επανάσταση. Ο χώρος της σοσιαλιστικής σκέψης είχε κυριαρχηθεί από συζητήσεις εντός της κομματικής εξουσιαστικής αριστεράς για επιλογές κυρίως των χωρών που διατείνονταν ότι ήταν σοσιαλιστικές. 

Οι συζητήσεις για τις επεμβάσεις της ΕΣΣΔ, για την πορεία της Κίνας, της Κούβας, της Γιουγκοσλαβίας, για τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα της Αφρικής και της Λ. Αμερικής ήταν αυτές που μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον όπως και ήταν η αφορμή για τον κατακερματισμό της. Οι αναρχικοί σ’ αυτές τις χώρες ήταν υπό διωγμό και συνήθως συμμετείχαν σε ευρύτερες φόρμουλες. Στη δύση είχαν απονευρωθεί, είχαν περιθωριακό ρόλο που εντείνονταν μέσα από διασπάσεις επί διασπάσεων των Αναρχικών Συνομοσπονδιών, με αποχωρήσεις και με πολώσεις.

Σχολές όπως αυτές της Φραγκφούρτης (ξαναδιαβάζοντας η διαστρεβλώνοντας πολλά από τα σημεία που είχε θέση το κίνημα του συμβουλιακού κομμουνισμού), της Γαλλίας με τον Καστοριάδη και τον Παπαϊωάννου, στην Ιταλία, καθώς και άλλοι θεωρητικοί που ανέβασαν τους τόνους στην κριτική τους για την εξουσία σε μοριακά ζητήματα όπως ο Φουκό, έδωσαν το πρόταγμα της αυτονομίας μακριά από τις δικτατορίες των σοσιαλιστικών χωρών ή τις αιρετές ολιγαρχίες των φιλελεύθερων καπιταλιστικών.

Σπουδαίοι διανοητές όπως ο Μπούκτσιν στην Αμερική με το Ινστιτούτο Κοινωνικής Οικολογίας, έδωσαν ώθηση στην πολιτική σύγχυση που επικρατούσε μετά το κοινωνικό κίνημα που είχε αναφορές αντιμιλιταριστικές, αντιπυρηνικές, φεμινιστικές και σε επίπεδο κοινωνικών σχέσεων. Ένα μικρό ρεύμα ξεχώρισε μέσα στους διανοούμενους το οποίο παρέσυρε και τους φοιτητές, οι οποίοι απαλλαγμένοι από την εργασία είχαν τη δυνατότητα να επεξεργαστούν την αμφισβήτηση. Αργότερα, αυτό το ρεύμα έγινε πιο ισχυρό αφού δεν υπήρχαν επιχειρήματα κατάλληλα πέρα από τα στερεότυπα της αριστεράς για την εργατική τάξη η οποία πλέον μέσα από την αυστηρή καθοδήγηση των κομμάτων άρχισε να παίρνει το δρόμο της ενσωμάτωσης. 

Η Ιταλία, η Γερμανία και η Γαλλία, έγιναν το επίκεντρο αυτής της νέας πορείας σκέψης και δράσης για την αλλαγή του κόσμου προς τη χειραφέτηση, έχοντας κυρίως τους νέους ως το επαναστατικό υποκείμενο που θα άλλαζε την ιστορία. Τα λεγόμενα νέα κοινωνικά κινήματα από τον Μαϊ του 68 – 70 και μετά έδειχναν το μοτίβο ξαναανακαλύπτοντας και εμπλουτίζοντας τις αναρχικές κριτικές ενάντια στην γραφειοκρατία και τον δεσποτισμό.

Η Ελλάδα εκείνη την εποχή ζούσε την προσπάθεια της ρεφορμιστικής αριστεράς να μπει στο κράτος με στόχο τον «εκδημοκρατισμό» του, συνερχόμενη ελαφρώς από τον εμφύλιο πόλεμο και έχοντας χιλιάδες φυλακισμένους και εξόριστους στα νησιά, νόμους ιδιώνυμα, σκευωρίες, δολοφονίες αγωνιστών και μηχανισμούς ελεγχόμενους από το κράτος που λειτουργούσαν ως πεμπτοφαλαγγίτες, το λεγόμενο παρακράτος.

Η δικτατορία βρήκε μια ανέτοιμη αριστερά να την αντιμετωπίσει συλλογικά με αποτέλεσμα αγωνιστές να βρεθούν αυτόνομα με τα όσα είχαν στο ιδεολογικό τους οπλοστάσιο να παρέμβουν στην ελληνική κοινωνία. Άλλοι πήγαν στο εξωτερικό κι από κει ήρθαν σε επαφή με τα κινήματα της αυτονομίας μεταφέροντας στην Ελλάδα μεταπολιτευτικά την πνοή τους σε μια αριστερά που δεν είχε τη δύναμη να απαντήσει σ’ όλα αυτά. Αυτές οι ιδέες έδωσαν πνοή στο κίνημα της εποχής ‘73-‘79, τόσο στους εργασιακούς χώρους όσο και στους φοιτητικούς. 

Στους τελευταίους κυρίως, οι αναρχικές μειοψηφίες έδωσαν το στίγμα τους είτε ως προβοκάτορες, είτε ως «αναρχοαυτόνομοι». Όταν μάλιστα το εργατικό κίνημα τελείωσε με τους αυτόνομους αγώνες που έδωσαν το προβάδισμα στα κομματικά κλαδικά σωματεία και τα «κορδόνια» με τους μπράβους συνδικαλιστές, τότε ξεπρόβαλε το αντίπαλο κοινωνικό δέος: οι φοιτητές και τα πανεπιστήμια. Εκεί κυρίως για πρώτη φορά βρήκαν το χώρο για να ανασάνουν οι αναρχικές ιδέες όπως και αντι-ιεραρχικές αντιεξουσιαστικές κριτικές στους θεσμούς.

Με επίκεντρο δράσης τους νέους, η αναρχία στην Ελλάδα έγινε, δυστυχώς, σταδιακά συνώνυμο της νεανικής ηλικίας, ένα στάδιο δηλαδή πριν την ενηλικίωση, ένα στάδιο πριν την υποχρέωση για την εισαγωγή στη μισθωτή εργασία και ενίοτε στο στρατό ο οποίος μέχρι τότε αντιμετωπιζόταν με αναβολές και με τρελόχαρτα. Ένα μεγάλο κίνημα που βρήκε την έκφρασή του σταδιακά με ότι δεν μπορούσαν τα κόμματα και οι οργανώσεις να αφομοιώσουν. 

Ένα μεγάλο κίνημα νεολαίας, ένα κίνημα διαμαρτυρίας που πήρε γεωγραφικές διαστάσεις κοντά στο Πολυτεχνείο και στην πλατεία Εξαρχείων κι άρχισε να απλώνεται σ’ όλη την Ελλάδα. Σε πολλές περιπτώσεις, βρέθηκε στο στόχαστρο της καταστολής. Χωρίς ιστορική συνείδηση, χωρίς εφόδια και αναφορές που παρέπεμπαν σε κοινωνικούς αγώνες, χωρίς διατυπωμένα κοινωνικά οράματα ήταν πάντα στα δικαστήρια για την υπεράσπιση του ενός και του άλλου συντρόφου και σχεδόν πάντα έρμαιο μιας μερίδας του πολιτικού κόσμου ο οποίος ψάρευε στα θολά με στόχο την ανανέωση του στόλου του.

Συναυλίες συμπαράστασης, αφίσες συμπαράστασης, προκηρύξεις συμπαράστασης, εφημερίδες εκδηλώσεις, διαδηλώσεις, συγκεντρώσεις ήταν και είναι αφιερωμένες αποκλειστικά σχεδόν για ζητήματα κρατουμένων μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 1970. Χωρίς ξεκάθαρη στάση απέναντι στις ομάδες της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, σχημάτιζε την ουρά στις πορείες της «με όλα τα απαραίτητα», ποτέ δεν μπήκε σε μια συνεχή και συνεπή διαδικασία κριτικής και αυτοκριτικής, ούτε και σε μια πορεία αυτογνωσίας ιστορικής και κοινωνικής, ούτε καν της πρόταξης ενός οράματος κοινωνικού. Αοριστολογίες, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, συμπεριφορές εξατομικευμένες, ήταν τα στερεότυπα που ανέδειξαν τόσο ως πόλο έλξης νέων που περνούσαν κι έφευγαν όσο και πόλο απώθησης για όσους ήθελαν μια πιο σταθερή αναφορά δράσης. Έτσι μοιραία έγινε το συνώνυμο μίας εκτονωτικής βαλβίδας για τους νέους, ένα πέρασμα πριν την ωριμότητα. Δεκάδες χιλιάδες νέοι απ’ όλη την Ελλάδα πέρασαν από στέκια, καταλήψεις, σπίτια, διαδηλώσεις, βιβλιοπωλεία, που είχαν σχέση με τις αναρχικές δραστηριότητες. Χιλιάδες νέοι έχουν συλληφθεί σε ζητήματα που αφορούν την προπαγάνδα των ιδεών και πρακτικές στο δρόμο. Τι άφησαν όλα αυτά;

Η δεκαετία του ‘90 ήταν πιο διαφορετική. Η κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού που μέχρι τότε αποτελούσαν τις πάγιες αναφορές για τους κρατιστές αριστερούς όλων των αποχρώσεων, ήταν μια αφορμή για να ανανεώσουν το λόγο τους. Ύστερα από ένα σύντομο καλοκαίρι άθλιας αυτοκριτικής και προσέγγισης των αναρχικών ιδεών, ξαφνικά η άμεση δημοκρατία, η αυτο-οργάνωση, η ομοσπονδία, η τοπική δράση και το οικουμενικό όραμα, τα συμβούλια, οι ανακλητοί εκπρόσωποι άρχισαν να παίζουν το ρόλο του σημαινόμενου σε μια σημαίνουσα συσκευασία που έτσι κι αλλιώς υπήρχε οργανωμένη από πριν. 

Σημαντική εκείνη την εποχή ήταν η παρουσία των οικολογικών-εναλλακτικών οργανώσεων που έθεσαν τέτοια ζητήματα τα οποία όμως δεν μπόρεσαν να προχωρήσουν αφού οι δομές που εγκατέστησαν ήταν ρητορικές (στην κυριολεξία έβγαζαν το μαρξισμό από την πόρτα και τον έμπαζαν απ’ το παράθυρο-«είμαστε οι διαμεσολαβητές της άμεσης δημοκρατίας» έλεγαν) και σε ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα ξεπεράστηκαν. Δάνειες από τον ελευθεριακό χώρο συμπεριφορές, άνοιγμα στεκιών, αναβλητικότητα στη συζήτηση για το κράτος, διάθεση για συνεργασία ήρθαν να τονίσουν το νέο τους «άνοιγμα» προς την κοινωνία.

Ο αναρχικός χώρος ήταν ανέτοιμος απέναντι σ’ αυτήν την κοσμογονία. Δεν είχε να προτείνει ούτε νέες δομές οργάνωσης για την ανατροπή, ούτε ένα όραμα για την κοινωνία. Ετεροκαθοριζόμενος από τα συνθήματα που είχαν μια δυναμική στην κοινωνία (οικολόγοι-εναλλακτικοί αυτοί; Οικολόγοι-ανατρεπτικοί εμείς! Όπως και σήμερα «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός» που λέει το φόρουμ; «Ένας άλλος πόλεμος είναι εφικτός» εμείς!) έπαιζε πάντοτε το ρόλο της αντιπολίτευσης με μια διαρκή κριτική που δεν είχε ούτε ιστορικές αναφορές ούτε προοπτικές. Έτσι συνέχισε στο αρχιπέλαγος των βεβαιοτήτων του να προσελκύει χιλιάδες νέους οι οποίοι έβρισκαν ένα χώρο για να συγκρουστούν όπως πάντα μακριά από τη γειτονιά τους, μακριά από τους χώρους εργασίας τους, μακριά από τα χωριά τους. Έτσι σταδιακά άρχισε να ξεχωρίζει το νέο υποκείμενο στα γραπτά, αυτό της «άγριας νεολαίας» που δεν ενσωματώνεται στους μηχανισμούς σε σχέση δηλαδή με άλλα ιστορικά υποκείμενα που κατά την κυρίαρχη ανάλυση των ελλήνων αναρχικών είχαν κάνει.

Μέσα σ’ αυτήν την συγκυρία θετικά βήματα έγιναν στην κατεύθυνση της ενδοσκόπησης και της αυτοκριτικής, στέκια άνοιξαν, σπουδαία βιβλία εκδόθηκαν και άνθισαν πολλές πρωτοβουλίες που έπαιξαν ένα σημαντικό ρόλο για τη δράση των αναρχικών, όπως συμμετοχή σε εργατικούς αγώνες, πρωτοβουλίες γειτονιάς, μονοθεματικές δράσεις που ακόμα συνεχίζονται και δίνουν ακόμα πνοή στη συζήτηση για την αναρχία, καθώς κι ένας προβληματισμός που ξεπερνάει την εξατομικευμένη προσέγγιση των κοινωνικών ζητημάτων. Παρ’ όλα αυτά δεν διαφαίνεται ακόμα μια προσπάθεια για συνεννόηση με στόχο την οργάνωση αυτής της πολυκερματισμένης δημιουργικής δράσης.


2. Η ΑΝΤΙΒΙΑ ΚΑΙ Η ΕΝΟΠΛΗ ΔΡΑΣΗ

Η ένοπλη δράση μετά τη μεταπολίτευση ποτέ δεν έλαβε διαστάσεις μαζικού κινήματος (όπως στην Ιταλία και αλλού), ήταν όμως παράλληλα με το αναρχικό, αντιεξουσιαστικό, ελευθεριακό κίνημα, μια κίνηση που δεν εντάχθηκε στον εθνικό μεταπολιτευτικό κορμό. Αυτό που έφερνε « κοντά» τους αναρχικούς με τις ένοπλες αριστερές οργανώσεις - ομάδες ήταν αποκλειστικά και μόνο η άρνηση να δεχτούν το μονοπώλιο της βίας από το κράτος. Μακριά και πέρα από το συντριπτικά αντιπροσωπευτικό τμήμα του ιστορικού αναρχισμού που αναγνώριζε σε συνθήκες κοινωνικού πολέμου και ένοπλης πάλης με διάφανες αντι-ιεραρχικές διαδικασίες τα ένοπλα λαϊκά στρώματα, οι ένοπλες ομάδες ενστερνίστηκαν μια πρακτική που τις έθετε ως πρωτοπορία του κινήματος. 

Με συμβολικές ενέργειες που αποτύπωναν το διαμεσολαβητισμό ως πάγιο μέσο για την ανάπτυξη του απελευθερωτικού κινήματος, “αυτοχρισμένες” ως τιμωροί των εχθρών της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων, κάλυψαν δυναμικά ένα κενό που αφορούσε την πλήρη ενσωμάτωση στο σύστημα της αριστεράς κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής (λόγω της αδυναμίας της τελευταίας να είναι στο κοινοβούλιο). Ήταν η επιτιθέμενη αριστερά που κάλυπτε έναν διαμεσολαβητισμό που τα κόμματα λόγω της στόχευσής τους να ενταχθούν στο σύστημα αδυνατούσαν να προσφέρουν στους καταπιεσμένους.

Ο αναρχικός, αντιεξουσιαστικός, ελευθεριακός χώρος ήταν ο μοναδικός κοινωνικός πόλος ιδεών και πρακτικών που λόγω αρχών δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να ενταχθεί στο σύστημα, ούτε βέβαια και σε καμιά πρωτοπορία που διεκδικούσε με ένοπλα μέσα. Μη έχοντας δομές, μη έχοντας ένα πρόταγμα οραματικό, απετέλεσε το πεδίο πειραματισμών του Κράτους με στόχο να καταστείλει αυτό το αυθόρμητο κίνημα. Σκευωρίες, ιδιώνυμες κατηγορίες, λάσπη από τα κατευθυνόμενα ΜΜΕ ήταν και παραμένουν να είναι βασικές πρακτικές της θεωρίας «των συγκοινωνούντων δοχείων» ή των «ομόκεντρων κύκλων» ή των «παράλληλων δρόμων» της ‘’τρομοκρατίας’’. Από την εποχή των πρώτων διαμαρτυριών για τις δολοφονίες στα κελιά της Δυτικής Γερμανίας των πολιτικών Κρατουμένων και της πρώτης σύλληψης και σκευωρίας κατά του Γιάννη Σερίφη μέχρι και σήμερα οι ίδιες ‘’θεωρίες’’ και οι ίδιες πρακτικές χρησιμοποιούνται κατά αυτού του ρεύματος που αποτελεί και τη μοναδική αδιαμόρφωτη πρόταση κοινωνικής ανατροπής, από την κοινωνία και για την κοινωνία.

Από εκείνη την εποχή άρχισε να διαμορφώνεται εκ των πραγμάτων και η αμυντική στάση του και θεώρησή του για την καταστολή «ως η αιχμή του δόρατος της κυριαρχίας» κάτι το οποίο προσέδιδε τόσο στο Κράτος όσο και στις μεθόδους του μεταφυσικές διαστάσεις. Από εκείνη την εποχή ξεκινούσε ένας δρόμος ατέλειωτων σκευωριών, προσπαθειών για απελευθέρωση κρατουμένων, παραβλέποντας το γεγονός ότι η καταστολή δεν ήταν και είναι παρά μόνο μια πτυχή της κυριαρχίας κι ένα μέσο που χρησιμοποιούσε προκειμένου να αναχαιτίσει τις όποιες αντιστάσεις στις επιλογές της. Ένα πλήθος ζητημάτων κοινωνικών (εργασιακά, οικολογικά, εκπαίδευση, τοπικά, υγεία κλπ) αφέθηκε στην άκρη προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα κύματα καταστολής και για την υπεράσπιση πολλών κρατουμένων, που ουσιαστικά δημιούργησαν τις σημερινές συγκεντρωτικές και ευκαιριακές συλλογικότητες οι οποίες αδυνατούν να αναδείξουν ένα θετικό πρόταγμα στην κοινωνία.

Η ασάφεια της εναντίωσης, το ακαθόριστο του απελευθερωτικού προτάγματος χωρίς μια θετική πρόταση αναζήτησης, συζήτησης και ζύμωσης μέσα στην κοινωνία, μετατρέπει τον αναρχικό αγώνα σε μια σημαντική μεν παρακαταθήκη αγώνων αλλά κενή από σχεδιασμό για την πραγμάτωση του ιδανικού, μηδενική σε αναρχικές προτάσεις για το σήμερα. Βρισκόμαστε σ’ ένα κρίσιμο σημείο επίσης ως ιδεολογικό-πολιτικό ρεύμα που περικλείει την αναρχική, αντιεξουσιαστική, ελευθεριακή δράση και το οποίο δραστηριοποιείται ως τμήμα ενός ευρύτερου κινήματος αγώνα για την ανατροπή. Στο ρεύμα που ανήκουμε κυριαρχούν γεγονότα, διεκδικητικοί αγώνες, συγκρούσεις με τις δυνάμεις της καταστολής, έντονη προπαγανδιστική δραστηριότητα απέναντι στο φαινόμενο συνολικής επίθεσης της κυριαρχίας στις μέχρι τώρα κατακτήσεις των επαναστατικών κινημάτων. Οι δράσεις όμως αυτές έχουν μια αποσπασματικότητα, μια μονομέρεια, και σε πολλές περιπτώσεις υποθάλπουν ανταγωνιστικές ή ηγεμονικές δυναμικές.

Η έλλειψη συνοχής, οργανωτικής διάθεσης, προοπτικής κλιμάκωσης αγώνων αλλά και το κυρίαρχο η έλλειψη αναζήτησης για ένα κοινωνικό όραμα αποδυναμώνει τις όποιες προσπάθειες, και τις μετατρέπει σε μια αναίτια θνησιγενή δράση που εναντιώνεται στο υπάρχον χωρίς να προσφέρει μια συνολική πρόταση μετασχηματισμού του. Είναι σαν να λειτουργούμε επιδιορθωτικά στης παρυφές της αστική δημοκρατίας “χιάζονται και οι αναρχικοί γιατί θίγουν τα κακός κείμενα”. Όμως κατ εμάς το motto έχει δοθεί από παλιά γιατί οι σύντροφοι προγόνι μας έθεσαν σαν ισοδύναμες αξίες την ελευθερία και την κοινωνική ισότητα, εν ολίγης την κοινωνική αλληλεγγύη. Οποιαδήποτε ερμηνεία που κατηγοριοποιεί αυτές τις αξίες σαν πρώτη ή δεύτερη, σαν ανώτερη ή κατώτερη υποβιβάζει την αναρχία σε φιλελεύθερες ή ελιτίστικες λογικές. Στην Ελλάδα, φυσικά, είσαι ό,τι δηλώσεις πέραν πάσης αμφισβητήσεως, είτε είναι καιροσκοπική, χρησιμοθηρική η τυχοδιωκτική η δήλωσή σου.

Έτσι το σύνολο των δραστηριοτήτων έχει να επιδείξει μια διάθεση επανάληψης με τα γνωστά στερεότυπα πλέον ατομιστικά απελευθερωτικά συνθήματα, αυτοκατανάλωσης λόγω μιας εμμονής να επιβεβαιώνεται στον πολύ κοντινό του χώρο, μιας διαρκούς ομφαλοσκόπησης γύρω από τις αποσπασματικές και ανταγωνιστικές δράσεις και τέλος έχοντας μια μονοδιάστατη αντίληψη για την κοινωνία και το κράτος που καθορίζει μια μονόπλευρη δράση σχετιζόμενη σχεδόν αποκλειστικά με την καταστολή (αστυνομία, συλλήψεις, φυλακίσεις, πολιτική ομηρία κλπ.) και ιδιαίτερα αυτήν που πλήττει αποκλειστικά τις ίδιες τις οργανωμένες συλλογικότητες.

Κεντρικά σχήματα και οργανωμένες συλλογικότητες χωρίς καμιά αναφορά τοπική δεν ξεφεύγουν από το συγκεντρωτισμό της δράσης. Ακολουθώντας την αντίστροφη πορεία (από το κέντρο προς την περιφέρεια) δημιουργούνται συγκεντρωτικά σχήματα στην Αθήνα τα οποία με τη σειρά τους τροφοδοτούν με τη λογική τους την περιφέρεια. Αυτές οι προσπάθειες έχουν καταδείξει ένα αδιέξοδο που σχετίζεται με την ανωνυμία και την έλλειψη ευθύνης για τη δράση στις συνθήκες της μητρόπολης κι αυτό μεταφράζεται με την ασυνέχεια, με την έλλειψη ροής, με την ευκαιριακή και χωρίς πολλές ευθύνες που απαιτεί η αυτοδιεύθυνση συμμετοχή τμήματος της νεολαίας που στην κυριολεξία περνά και απομακρύνεται μόλις κλείσει τον κύκλο της παρατεταμένης εφηβείας της.

Όμως προκειμένου να είμαστε πιο σαφείς είναι απαραίτητο να διατυπωθεί κι ένας «χάρτης», τέτοιος που να εκφράζει όσο γίνεται πιο αντιπροσωπευτικά τα ρεύματα του αναρχικού, αντιεξουσιαστικού και ελευθεριακού χώρου στην Ελλάδα σε σχέση με τη μορφή της δράσης, τα κατατιθέμενα κείμενα που δημοσιεύονται για αυτήν και με τον τρόπο με τον οποίο οργανώνονται.

3. EΝΑΣ «ΙΔΕΟ-ΧΑΡΤΗΣ» ΤΟΥ ΑΝΑΡΧΙΚΟΥ ΑΝΤΙΕΞΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ

Είναι πολύ δύσκολο για την Ελλάδα να φτιαχτεί ένας τέτοιος “χάρτης”, κι αυτό διότι οι δρώσες συλλογικότητες δεν έχουν να επιδείξουν αρχές, θέσεις η τάσης πέρα από μια δράση και κείμενα που αφορούν σε μια επικαιρότητα η μια συγκυρία. Όμως η ίδια τους η δράση τους αποδίδει τα ειδοποιά εκείνα χαρακτηριστικά που τις κάνει να ξεχωρίζουν. Δεν μπορούν μέσα σ’ αυτή τη δράση να διακριθούν ιδεολογικές τάσεις αλλά μια δράση που αποκτά όλο και πιο μόνιμα χαρακτηριστικά, μέσω τακτικών δράσης:

Α) Συλλογικότητες του εξεγερσιακού αγώνα. Είναι οι ομάδες που με ατομιστικές αρχές προωθούν την ύπαρξη αγώνων που αντλούν τη δυναμική τους από την επικαιρότητα γενικά των κοινωνικών αγώνων. Στόχος τους αποτελεί η εξεγερσιακή εκτροπή (συμβολική σύγκρουση με την εξουσία) η οποία όμως δεν αφήνει προοπτική για μια περαιτέρω κοινωνική συνεργασία διότι οι ίδιοι έχουν αποκλείσει την πολιτική παρέμβαση για την προώθηση της αντιθέσμισης. Αποτελούν επίσης την πλέον θεαματική αλλά και πλειοψηφική δραστηριότητα που πραγματοποιείται στο όνομα της αναρχίας στην Ελλάδα, έχοντας βασικές αναφορές στον ιδεολογικό ορίζοντα του Μάη του ’68. 

Η καταστολή (δικαιοσύνη, αστυνομία, κλπ) είναι η βασική αναφορά αυτής της τρόπον τινά τάσης και κυρίως κινητοποιείται με βάση αυτό το ζήτημα. (Η «Συσπείρωση Αναρχικών» και οι ομάδες της Συνεργασίας, η «Συνέλευση Αναρχικών» είναι τα πιο μακρόβια αντιπροσωπευτικά δείγματα αυτής της τρόπον τινά τάσης). Ομάδες επίσης και πρωτοβουλίες που με διαφορετικά ονόματα κάνουν την εμφάνισή τους με αυτοκόλλητα και με ονόματα ιδιαίτερα πομπώδη, σ’ όλη την Ελλάδα, βρίσκονται στο ίδιο μήκος κύματος με τους παραπάνω. Κρίνουν ως εξεγερσιακό γεγονός οτιδήποτε κινητοποιεί τις αστυνομικές δυνάμεις να καταστείλουν. Είτε πρόκειται για ένα μικρό επεισόδιο με κάδους απορριμμάτων που καίγονται στο φόντο μιας βραχύβιας κατάληψης, είτε για μια πραγματική σύγκρουση με την αστυνομία που παίρνει σοβαρές διαστάσεις. Είναι αντίθετοι στην ύπαρξη δομής και οργάνωσης και δεν προτείνουν κανένα σχεδιασμό για την κοινωνία χωρίς κράτος και εξουσία, υιοθετώντας μάλιστα και παραβατικές δράσεις ως προωθητικές ενός ανταγωνισμού με το κράτος.

Β) Συλλογικότητες μονοθεματικές που προωθούν τον προβληματισμό ή και την επίλυση σοβαρών προβλημάτων και οι οποίες εντάσσουν τον αγώνα τους σε κάποιον συνολικότερο αμφισβήτησης του υπάρχοντος καθεστώτος κυριαρχίας. Σ’ αυτές είναι λίγες ομάδες γειτονιάς, πρωτοβουλίες για ένα ζήτημα κλπ. Χωρίς να έχουν να επιδείξουν ένα κοινωνικό όραμα έχουν έντονες αλλά αόριστες αναφορές στην αυτο-οργάνωση των αγώνων, στις αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες και συνήθως διαλύονται κατόπιν κάποιων διεκδικήσεων ή αποτυχιών. Μπορούν πιθανόν να εντάσσονται στο όραμα του ελευθεριακού κοινοτισμού αλλά και η ανυπαρξία επεξεργασίας θέσεων και στόχων, ή η προσήλωση στο αντικείμενο, τις καθιστά ανήμπορες να συνεχίσουν να παρεμβαίνουν σε μια μόνιμη βάση.

 Ομάδες ενάντια στα μεταλλαγμένα, στέκια αυτοδιαχειριζόμενα, καταλήψεις σπιτιών, κινήσεις γειτονιάς για την ανάδειξη ενός προβλήματος, περιβαλλοντικές – αντιαναπτυξιακές πρωτοβουλίες, κίνηση ενάντια στην Ολυμπιάδα κλπ. είναι οι εκφραστές μιας τάσης και πρακτικής που έχει κυρίως αναφορές στη συνεργασία της κοινωνίας με τους αναρχικούς. (Το στέκι στο Μπραχάμι, το Αυτόνομο στέκι, το παλιό στέκι στην Αγία Παρασκευή, το στέκι της Καβάλας, της Πτολεμαΐδας κλπ, κινήσεις από την επαρχία όπως η Αυτόνομη Πρωτοβουλία Νάξου, στη Ρόδο, στην Κέρκυρα κλπ.) και τα οποία συσπειρώνουν ή συσπείρωναν κινήσεις που περιγράφηκαν παραπάνω είναι εκφραστές αυτής της τάσης.

Γ) Αναρχοσυνδικαλιστικές ομάδες ή άτομα που συμμετέχουν σε ευρύτερα εργασιακά σχήματα που παρεμβαίνουν σε χώρους εργασίας. Θεωρούν τις οικονομικές-ταξικές ανισότητες επίκεντρο του αγώνα για μια κοινωνία δικαιοσύνης και το συνδικάτο ως το χώρο δράσης. Τα λοιπά κοινωνικά πεδία είτε μένουν ανέγγιχτα, είτε εντάσσονται σε συνδικαλιστικούς αγώνες. Η ΕΣΕ, η Αυτόνομη Εργατική Πρωτοβουλία, καθώς και σκόρπιοι σύντροφοι που εντάσσονται σε συνδικαλιστικές παρατάξεις (caballeros, βιβλίου+χάρτου, παλιότερα η «Ταξική Ενότητα» στα ΗΛΠΑΠ, δάσκαλοι στις Συσπειρώσεις, η «Πρωτοβουλία Οικοδόμων» κλπ) που έχουν έντονη αναφορά στις αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες για την αυτο-οργάνωση των κοινωνικών αγώνων και στην εργατική αυτοδιεύθυνση, αποτελούν τα πρόσωπα και τις πρακτικές αυτού του ξεχωριστού χώρου.

Δ) Αναρχικοί του «τρόπου ζωής». Είναι μια ξεχωριστή τάση που εστιάζει κυρίως στο παράδειγμα της ατομικής δράσης, στις διαπροσωπικές σχέσεις. Αυτή η τάση ενώ καλλιεργεί μια καθημερινή αντιεξουσιαστική κουλτούρα εν τούτοις δεν έχει να αναδείξει ένα συνολικό όραμα αλλαγής στην κοινωνία αφού ο τρόπος ζωής είναι στο επίκεντρο του κοινωνικού παραδείγματος. Στην κυριολεξία η δράση αυτή εκφράζεται μέσες-άκρες από το ρηθέν «σκότωσε το μπάτσο μέσα σου». Στέκια και καταλήψεις που επιθυμούν να καλύψουν αυτήν την προσωπική – ατομική πλευρά, σκόρπιοι σύντροφοι που ετοιμάζουν ή βρίσκονται σε συνεργατικές και κολεκτίβες, απομονωμένοι από πολιτική δράση άνθρωποι που θεωρούν την επανάσταση στην καθημερινή ζωή και το «αλλάζω πρώτα τον εαυτό μου» ως προτεραιότητα, είναι αυτό που διακρίνει αυτήν την τάση. 

Μέσα σ’ αυτό το χώρο εντάσσεται και ο προβληματισμός για όλες τις εναλλακτικές πρακτικές που δοκιμάστηκαν από το οικολογικό κίνημα, από κινήματα νεολαίας (ροκ κλπ.) και αμφισβήτησης τις πρόσφατες παρελθόντες δεκαετίες. Παρόλο που αρκετοί συμμετέχουν σε εκδηλώσεις που οργανώνουν ομάδες και πρωτοβουλίες εν τούτοις κρίνουν πως τα πάντα είναι θέμα συμπεριφοράς και αντίληψης του ατόμου. Έτσι πεισματικά αρνούνται κάθε συζήτηση για τις δομές οι «οποίες περιορίζουν το άτομο», όπως και για την οργάνωση η οποία θα καταλήξει «εξουσιαστική» για τον ίδιο λόγο. Κινήσεις για κολεκτίβες, καλλιτεχνικές ομάδες, συγκροτήματα μουσικά-θεατρικά κλπ που δεν εντάσσονται ουσιαστικά σε καμιά κίνηση πολιτική.

Ε) Αναρχικοί που εντάσσονται σε μετωπικές πρωτοβουλίες ευκαιριακά επί ενός ζητήματος με πολιτικές ομάδες της αριστεράς ή δημιουργούν επιτροπές οι οποίες αποτελούν όργανα προώθησης ενός ζητήματος στις οποίες κυριαρχούν ιδεολογικοί όροι συνεργασίας. Επιτροπές ενάντια στην κρατική καταστολή, επιτροπές απελευθέρωσης κρατουμένων, κινήσεις αλληλεγγύης κρατουμένων, η Συσπείρωση ενάντια στην κρατική τρομοκρατία, η Αντιεξουσιαστική Κίνηση ήταν και είναι τα συλλογικά μορφώματα που κυριαρχούν σ’ αυτό τον χώρο δράσης.

ΣΤ) Τα μητροπολιτικά Συμβούλια και η Συνέλευση ενάντια στην Ειρήνη, οι ομάδες που έχουν το όνομα «Δυτικά» (Λιόσια, Κερατσίνι) αποτελούν ένα ξεχωριστό κορμό που διακρίνεται επίσης για τη δράση του. Αποκομμένη πολλές φορές από τον υπόλοιπο αναρχικό χώρο η δράση αυτών με συστηματική επεξεργασία κοινωνικών θεμάτων προσεγγίζουν την κοινωνία μέσα από στοιχεία που κυρίως στέκονται στην εμπορευματοποίηση, στον εθνικισμό, το μεταναστευτικό. Μια πλούσια δράση σε ζητήματα κριτικής που στερεί από τον εαυτό της τη δυνατότητα να παρεμβαίνει με συνολικό κοινωνικό όραμα-πρόταγμα.

Ζ) Δεν μπορεί κανείς με σαφήνεια να κάνει ένα διάγραμμα με τις υπάρχουσες τάσεις κι αυτό διότι δεν υπάρχει και η ανάλογη για κάτι τέτοιο παραγωγή θεωρητικής επεξεργασίας και κοινωνικής ανάλυσης (εξαίρεση αποτελεί η περιεκτική που είναι μια τάση). Οι συνθηματολογικές κυρίως αναφορές, η πάγια διάθεση για δράση χωρίς κοντοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες στρατηγικές στόχους και θέσεις. Ο τακτικισμός οι βραχύβιες και χωρίς κλιμάκωση δράσεις, οι ευκαιριακές κινητοποιήσεις στη βάση της αντιπαράθεσης δεν μπορούν να δώσουν περισσότερα στοιχεία από το γεγονός ότι ατομιστικές δεξιόστροφες αρχές έχουν κυριαρχήσει σαν πλειοψηφικό ρεύμα στον χώρο αυτό, ο οποίος αρνείται αλλά και αδυνατεί να περιγράψει το αναρχικό κοινωνικό ιδανικό.

4. ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ…

Η επανεμφάνιση των αναρχικών-ελευθεριακών ιδεών στην Ελλάδα, σχεδόν 70 χρόνια (από τις αρχές του 20ου αιώνα) μετά από τις τελευταίες συγκροτημένες συλλογικές (και εν πολλοίς αποτυχημένες) απόπειρες δημιουργίας αναρχικού κινήματος –αφού επικράτησαν και κυριάρχησαν οι ολοκληρωτικές ιδέες της δεξιάς, αλλά και της αριστεράς διαχείρισης του κράτους- ήταν ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός που πολλοί θέλησαν στην αρχή να αποκρύψουν ή να αποσιωπήσουν.

Είναι στην νέα περίοδο, αρχής γενομένης από την εξέγερση του Πολυτεχνείου το 73 ενάντια στην δικτατορία, όπου μέσα από τις στάχτες της καταστολής αυτής της εξέγερσης δηλώνει ξανά δημόσια και ανοικτά την παρουσία του και ο αναρχικός- ελευθεριακός λόγος. Αυτό σηματοδοτεί αλλά και νοηματοδοτεί το αναρχικό κίνημα και την μετέπειτα πορεία του, μέχρι και σήμερα. Τριανταπέντε χρόνια μετά, μέσα από αδιάλειπτη και συνεχή παρουσία και δράση, το αναρχικό κίνημα αρχίζει να περνά σιγά-σιγά στην «ενηλικίωση» του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχει ιαθεί πλήρως από τις «παιδικές του ασθένειες». Από αυτή την άποψη είμαστε ένα από τα νεότερα κινήματα της Ευρώπης, ένα κίνημα γενιάς.

Σήμερα έχει ξεκινήσει μια νέα κατάσταση, μια εξέλιξη, που εκ των πραγμάτων μας σπρώχνει σε μια συζήτηση στο εσωτερικό του κινήματος. Αυτό το «εκ των πραγμάτων» προέρχεται από τη δυναμική και τη δράση που παράγει αυτό το κίνημα, αλλά και από τις νέες καταστάσεις που προωθεί το κράτος και ο καπιταλισμός. Η ιστορία, όμως, δεν περιμένει τους βραδυπορούντες! Είτε θα μας ξεπεράσει είτε θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στα ζητήματα του καιρού μας δίνοντας προοπτική στο λόγο μας μέσα σε αυτές τις «νέες» συνθήκες «επανίδρυσης» του καπιταλισμού.

Ειδικότερα στις μέρες μας που ο αστισμός αναπαράγεται κάθε δευτερόλεπτο από τα μαζικά μέσα αποβλάκωσης, και η εδραίωση του συστήματος της διαμεσολαβημένης κοινωνικής ζωής φαντάζει ακλόνητη μπορεί να αισθανόμαστε ασφυκτικά περικυκλωμένοι από αυτή την κατάσταση, όμως δεν χρειάζεται να περάσουμε σε άλογες πρακτικές. Αυτό που χρειάζεται είναι η ανασυγκρότηση των επαναστατικών εννοιών ενάντια στην ασυναρτησία, ιδιαίτερα τώρα που οι ελίτ παρουσιάζουν με ένα κυνικό τρόπο την κρίση του συστήματος ως “δημιουργικό καταστροφισμό”. Αλλά για να απαντήσουμε χρειάζεται να μπούμε σε μια διαδικασία αυτογνωσίας.

Ο καθένας από εμάς, αλλά και συνολικά το κίνημα, χρειάζεται να απαντήσει στο ερώτημα που μας τίθεται ακόμα και σε υπαρξιακό επίπεδο: «ποιοι είμαστε, πού πηγαίνουμε και τι θέλουμε». Όπως και το πώς και με ποιους τρόπους από ένα κατακερματισμένο κίνημα διαμαρτυρίας και πολλές φορές περιχαρακωμένης και σεχταριστικής δράσης, θα κατορθώσουμε να θέσουμε το κοινωνικό και πολιτειακό μοντέλο του καπιταλισμού σε ιστορική αμφισβήτηση. Αυτά τα ερωτήματα στέκονται αμείλικτα μπροστά μας. Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα σημείο καμπής. Ένας κύκλος κλείνει και για να ανοίξει ένας νέος, όμως για να αρχίσει η πραγματική συζήτηση, χρειάζεται ο αναρχισμός να ξαναβρεί την προταγματική κοινωνική του φύση. Μπορούμε να ξεκινήσουμε τουλάχιστον σε ένα πρώτο επίπεδο να οργανώνουμε με σαφήνεια και συνοχή το ποιοι είμαστε και τι θέλουμε.


Σημείωση:

 1) Το κείμενο έχει αναδημοσιευτεί 04/11/2009 εδώ: https://athens.indymedia.org/post/1100746/   αλλά δεν καλοδιαβάζεται

Το κείμενο επαναδημοσιεύτηκε  εδώ: